Nικόλας Άσιμος : Από τερματοφύλακας “Βίντος”,τροβαδούρος των Εξαρχείων

νικόλας άσιμος

Από τις 17 Μάρτη του 88 ως τις 17 του εφετινού Μάρτη πόσα νομίζεις άλλαξαν τόσο ολοκληρωτικα; Σε καλλιτεχνικό επιπεδο, στην πολιτική νοοτροπία, στην εγκλωβισμένη κοινωνιολογική μας κουλτούρα… Όπως και να έχει ο Νικόλας ο Ασημόπουλος σίγα μην άντεχε να γελάσει, ειρωνικά έστω…Σε πόσο ακόμα μεγαλύτερη κατάθλιψη θα μπορούσε να τον βυθίσει όλη η αυτή η κακοστημένη παράσταση με την έννοια του “φαίνεσαθαι”, να στέκει  βασίλισσα, να στρογγυλοκάθεται στον χάρτινο τούτο πύργο της σύγχρονης πραγματικότητας που ακόμα κι αν την πρόλαβε στη φέξη της, η ρομάντζα του έμενε ίδια κι εκείνος μέσα στη διάσιμη Σχιζοφρενοβλαβίωσή του, παρίστανε εκείνο τον πρίγκιπα που η από πάνω βασίλισσα τον γέννησε σε λάθος εποχή.

Ξέρεις πας να μιλήσεις καμιά φορά για πραγματικά αναγνωρισμένα πρόσωπα και τα περιγράφεις λες κι είναι κανά φιλαράκι από το σχολείο!Βρε όσο σέβας κι αν συνοδεύει την επωνυμία, νομίζεις για λίγο πώς αν τον συναντούσες κάπου τυχαία θα τους χαιρετούσες στον ενικό αριθμό και θα άνοιγες το πακέτο να τους κεράσεις τσιγάρο! Αλλά ,αλήθεια, πόσος πληθυντικός και δήθεν ευγένειες μπορεί να χωρούσαν σε μια γνωριμία με τον Νικόλα τον Άσιμο…ναι με ” ι” μας το επέβαλε! Κινήσεις και τρόπος συμπεριφοράς που στη σκέψη τους δεν ξέρω αν πράγματι άρμοζαν στην ηλικία του ή αν τελικά ο ιδεαλιστικός τρόπος με τον οποίο είχε συλλάβει τον κόσμο ήταν η κινητήριος δύναμη για όλη αυτή την παραφροσύνη που κουβαλούσε…και που έτσι όπως εξελίχθηκε τον έστειλε να “περνά καλά “κει πάνω”.

Τα μαθητικά χρόνια και ο αιρετικός αθλητισμός

Με “ι” λοιπόν γίνονται οι πρώτες συστάσεις μέσω μια αλληλογραφίας, που μαθητής ακόμα απέστειλε στον Νίκο Μαστοράκη προσωπικά, με την οποία σε ένα κείμενο 4 σελίδων, την ορμή της ηλικίας  και κάτι τετράστιχά του για δώρο, του έδινε ένα καλό μάθημα-απάντηση, στον χλευασμό που δέχθηκε από τον τότε υπεύθυνο στήλης της Εφημερίδας “Νέος Κόσμος”. Εκεί ο Άσιμος είχε στείλει εξελληνισμένους τους στίχους της γαλλικής επιτυχίας “Monsieur Cannibal” και προφανώς ο εν λόγω παρουσιαστής και διευθυντής αργότερα τον είχε ειρωνευτεί σφόδρα!

Με την ιδιοφυία και την ζαβολιά που τον χαρακτήριζε παιδιόθεν υπέγραψε ως Νικόλας Άσιμος. Μα ως παιδί δεν ήταν απλά ένα επαναστατικό στοιχείο στην μικρή κοινωνία της Κοζάνης όπου μεγάλωσε. Ήταν έκτος από πανέξυπνος μαθητής και αριστούχος σημαιοφόρος, η παραδοσιακή περίπτωση του ανθρώπου που παρασύρθηκε από τις Σειρήνες την γενιάς του και φορτώνοντας τα στον κόκορα πίστεψε ότι θα τα καταφέρει μονομιάς στις εξετάσεις…γιατί τα γράμματα τα αγαπούσε!

Παράλληλα, υπήρξε και αθλητής τα χρόνια που ήταν μαθητής. Ήταν ο τερματοφύλακας με το παρατσούκλι “Βίντος”. Η επιθετικότητα του χαρακτήρα του βέβαια, δεν θα του επέτρεπε με τόση ορμή που κουβαλούσε να αντέξει γα πολύ σε ένα ομαδικό σπορ και αποφάσισε να ασχοληθεί με το άλμα εις ύψος, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στους Διασχολικούς Αγώνες Στίβου Δυτικής Μακεδονίας, αρνούμενος -φυσικά- κατά την απονομή να τοποθετήσει στη φανέλα του τα γράμματα “Λ.Α.Κ.” (Λύκειο Αρρένων Κοζάνης). Σαφώς εν προκειμένω, αν και συνήθως θίγει κανείς τις ακριβώς αντίστροφες περιπτώσεις, όπου τέτοιοι χαρακτήρες βρίσκουν τον εαυτό τους εν τέλει στην αγκαλιά και την ιδόμορφη ρομάντζα του αθλητισμού, ο Άσιμος έσπασε και εκεί τα στερεότυπα, χαλώντας μια πιθανά όμορφα εξελίξιμη αφήγηση γι αυτή την πολυδιάστατη προσωπικότητα.

Η “κάθοδος της ζωής του” στην Αθήνα ως… Πλην-θέτης

Nικόλας Άσιμος : Από τερματοφύλακας "Βίντος",τροβαδούρος των Εξαρχείων

Παρόλαυτα, απώτερος σκοπός του υπήρξε η ανεπτυγμένη μορφή τέχνης του, να συναντήσει την πολιτική! Να μπορέσει να ακουμπήσει μέσα από το θέατρο την κοινωνιολογική αναζήτηση που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί τα βράδια και με την κιθάρα του πάλευε διαρκώς να αγκαλιάσει ένα ρεύμα πιστών που ψάχνοντας το μέσα τους, ίσως να μην ανακάλυπταν τον εαυτό τους και να κατέληγαν στην κατάθλιψη όπως ο ίδιος! Θα είχαν μείνει πιστοί στις ιδέες τους όμως!!! Ψιλά γράμματα για την ήδη αναπτυσσόμενη μουυσική βιομηχανία των συμβολαίων και την σταδιακή παρακμή των συνοικειακών μπουάτ, ρεμπετάδικων, ή όπως τελοσπάντων το φαντάζεται κανείς, στην Πλάκα και τα Εξλάρχεια όπου μεγαλούργησε! Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, η επιτυχία του σχήματος που,παροδικά έστω, ήρθε για να τον σώσει από την πείνα και τις δύσκολες συνθήκες πενίας που τον μάστιζαν προτού γνωρίσει ερχόμενος στην Αθήνα ,τον Ζουγανέλη, τον Β.Παπακωνσταντίνου, τον Μπουλά, τον Σαββόπουλο και πάει λέγοντας…

Η ιστορία έχει ως εξής λοιπόν : Aφού κατάφερε -αν και μαθητής της πρακτικής τότε κατεύθυνσης σε 1 καλοκαίρι να τα καταφέρει και να διαβάσει να μπει στη φιλολογία μα δεν τον κέντρισε και αφού τα πρώτα σκηνοθετικά πειράματα με ελάχιστα θεατρικά μαθ΄΄ηματα που παρακολούθησε ναυάγησαν, ήρθαν οι βασανισμοί από τη Χούντα και οι πωλήσεις περιοδικών και κασέτας έξω απ το Πολυτεχνείο για να τα βγάλει πέρα. Τα μπες- βγες στο τμήμα και οι διαφωνίες του σε έντονο βαθμό με τους ενεργούς κομμονιστές της εποχής του συχνά τον οδηγούσαν σε διαρκή ανεργία και έλλειψη χρημάτων ,οπότε θα έμοιαζε όαση Ο “Συνεργατικός Θίασος Μουσικών” και το μουσικό καφενείο “Σούσουρο” (Ανδριανού 134, Πλάκα). Μαζί με τους Θάνο Ανδριανό, Γ. Ζουγανέλη, Περικλή Χαρβά, Σάκη Μπουλά, Ισιδώρα Σιδέρη, Σπυρουλιώ Τουτουδάκη, Ζ. Βέη και τέσσερεις μουσικούς-ορχήστρα, συνδυάζουν αρμονικά το θέατρο και το τραγούδι, βοηθώντας το νου του να σταγάσει εκεί τα όνειρα και τις ιδέες του! Η ρήξη όμως με τους συναδέλφους του δεν άργησε να έρθει ακόμα και εκεί με αίτια τη αύξηση στην τιμή της φυάλης, γεγονός που ο Μπαγάσας αδυνατούσε να δεχθεί για το κοινό που θα ερχόταν να τους ακούσει, θεωρώντας κοροιδία!

“Κανένας δεν έλεγε να ξεκουνήσει και δεν τον χώραγε ο τόπος ρε παιδιά” … δεν άντεχε τις θεωρίες και την υπομονή όσων συμβιβάζονταν με ένα σύστημα που ξεπουπούλιαζε τα φτερά του και δεν τον άγηνε να βαδίσει το δύσκολο μονοπάτι που είχε διαλέξει! Έβλεπε κόσμο να μένει απαθής και λίγοι τον ακολουθούσαν, μα εκείνος αναρωτιόταν : “Πώς μπορείς και μαστουριάζεις άμα σου περιφράξαν την καρδιά” ; Κι άντε αυτός ο εγκλωβισμένος τρυφερός κόσμος του να αντέξει τους μεντεσέδες που κρατούσαν τη Γη και να καταφέρει να ζήσει με τα λεφτά τους…

Μπανόβγαινε στο “παχνί’ και προσπαθούσε να αλλάξει τον κόσμο με τις ηχογραφήσεις του στο μικρό αυτοσχέδιο στουντιάκι του Στέλιου Λογοθέτη, τότε τεχνικού του ΟΤΕ, με την πρώτη ηχογράφηση της “Παράνομης Κασέτας Νο 000001 – Με το Βαρέλι που για να βγει το σπάει”, σε 500 αντίτυπα με αξία 100 δραχμές έκαστη. Μέσα σε όλα τούτα κάθε αντιμιλιταριστικό ένστικτό του ξυπνούσε όταν τον καλούσαν να παρουσιαστελι στην αεροπορία. Καλοστημένες παραστάσεις, κατάφερναν τις ετήσιες παρατάσεις ώστε να το αποφύγει μέχρι που η οριστική απόφαση, ανέφερε : “Ψυχωσική συνδρομή σχιζοφρενικού τύπου”, η γνωστή κατά τον ίδιο : “Σχιζοφρενοβλαβίωση”. Μέσα σε όλα και η προσπάθεια συνύπαρξης με τη σύντροφο της ζωής του Λίλιαν μέχρι τον οριστικό χωρισμό, μια και δύσκολα θα άντεχε τις αστάθειες του χαρακτήρα του μάλλον,  παρά τα όρια ανέχειας και τις διαρκείς μετακομισεις από την Καλλιδρομίου στη Βαλτετσίου και την “υπόγα”, όπου μεγαλουργούσε! Καρπός της αγάπης τους βέβαια , η μασκότ των Εξαρχείων, στις  επί δεκαετίες στις διαρκείς συμπλοκές που συμμετείχε, μικρή Νιουνιού… όπως συνήθιζε να φωνάζει την κόρη του!

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου θυμάται τον Άσιμο να κουβαλάει την κόρη του, με το καρότσι που πούλαγε βιβλία. «Περίεργη και συγχρόνως τόσο ανθρώπινη και υπέροχη εικόνα. Ένα παιδί μέσα στα βιβλία σε ένα καρότσι», ανέφερε κάποτε στη «Μηχανή του Χρόνου».

 

To άδοξο τέλος του καλλιτεχνη του δρομου

“Με δίχως σημαίες και δίχως ιδέες

δίχως καβάντζα καμιά

ντύθηκε η μέρα τα γούστα της νύχτας

και η ψυχή μου πηδά

στου απέραντου τη ψύχρα”

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου άλλωστε ήταν που μεσολάβησε ουκ ολίγες φορές ώστε να εργαστεί και να ηχογραφήσει, ακόμα και επαγγελματικά με την ΜΙΝΟΣ. Το χρονικό ακολούθησαν το στούντιο “DIVA” και οι ηχογραφήσεις των διάσημων πια απαγορευμένων ηχογραφήσεων! Συμμετοχές σε θεατρικές παραστάσεις και μικρά περάσματα από ταινίες όπως  τα “Βαποράκια” του Παύλου Τάσιου και στο “Ρεμπέτικο” του Κώστα Φέρρη. Άλλοτε τα μαγαζία με τα οποία συνεργαζόταν έτρωγαν λουκέτο πρόωρα και ακόμα συχνότερα τα τραγούσια του απαγορεύονταν στο Ραδιόφωνο! Μα επέμενε ο Μπαγάσας, μέχρι που μετά από πολλοστή συμπλοκή κατέληξε μετά τον Κορυδαλλό, στο ΔΑΦΝΙ! Αίτημα της Κατερίνας Γώγου, του Σαββόπουλου και των λοιπών να βγει και τα καταφέρνουν.

Η κάτω βόλτα τον στοιχειώνει τελειωτικά ένα Σαββατιάτικο βράδυ, στις 7 Ιουνίου 1987, που στο διαμέρισμα της Ζαΐμη 56, λαμβάνει χώρα μια παρανοϊκή “Τελετή Μύησης” με την οικειοθελή παρουσία μιας κοπελιάς που ο έσχατος της φόβος συνδυάζεται με τις παρανοϊκές ιδέες και πράξεις του καλλιτέχνη! Μοιραία ακολουθεί η σύλληψη και προφυλάκισή του με τις κατηγορίες: “Βιασμός κατ’ εξακολούθηση και παράνομη κατακράτηση”. Κατά την διάρκεια της προφυλάκισής του η κοπελιά αποσύρει τη μήνυση εναντίον του, αλλά ο εισαγγελέας έχει αντίθετη άποψη!  Παραμένει στον Κορυδαλλό μέχρι τέλη Ιουνίου οπότε βγαίνει με χρηματική εγγύηση που καταβάλλει η οικογένειά του.

Η συνειδήση του όμως δεν μπορούσε να το αντέξει! Οι ευαισθησίες που κουβαλούσε στην ψυχή του δεν θα του το επέτρεπαν και εύκολα! Λίγο οι βίαιες ενοχλήσεις των γειτόνων και του διαχειριστή, λίγο η διά της βίας επιμονή του πατέρα του, για μεταφορά του στην ιδιωτική ψυχιατρική κλινική “Γαλήνη”, δεν επιτρέπουν οποιαδήποτε ανάκαμψη από τις συμμετοχές του στην βιντεοταινία “Ανθρωποφάγοι στην Τιβί” του Νίκου Ζερβού και την ταινία του Κώστα Φέρρη “Oh Babylon”. Βγαίνοντας από την κλινική, κυριολεκτικά ράκος από τα ψυχοφάρμακα, τον περιμένει η δικαστική εξουσία που σαν στοργική μητέρα με ένα καταπέλτη – βούλευμα 22 σελίδων τον παραπέμπει σε δίκη για βιασμό. Οι κοινωνικές στάμπες και ο φόβος των κλινικών οδηγούν στο απελπισμένο του τέλος! Τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης του Μάρτη, το σκοινί στο λαιμό του ξεκλείδωνε τις πύλες του Συνειδητού Θανάτου. Το ημερολόγιο έγραφε 1988…

Η μετά θάνατον αναγνώριση, κανείς δε μπορεί να γνωρίζει κατά πόσο θα γιάτρευε την ψυχολογία του. Κυκλοφόρησαν κομμάτια του από τον Παπακωνσταντίνου, τον Δημήτρη Τραντάλη, την Σωτηρία Λεονάρδου και τη Μάνου, εκμεταλλεύτηκαν όσα μπόρεσαν και οι δισκογραφικές, διάφορες κασέτες και ανέκδοτα κείμενά  του και φυσικά το διάσημο Γιουσουρούμ!

Παλεύω γράφοντας τόση ώρα να κάνω εικόνα ομορφότερη στιγμή ίσως που έμεινε για τους πιστούς συνεργάτες του πίσωαφού είχε ήδη “Μ’ ένα του πήδο ξαναβρεθεί στο μαγκανοπήγαδο της ήττας του περνώντας, Venceremos, Venceremos” . Στο μνήμα παρέμειναν μέχρι που σκοτείνιασε λίγοι φίλοι, μετά την κηδεία,παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας :

“…Πα να κάνεις άλλη μια ζα…ζα…ζα…ζαβολιά…”

Τα έξοδα της κηδείας ανάλαβε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, φροντίζοντας λίγο καιρό αργότερα να τοποθετηθεί μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη αναγράφοντας τους στίχους του “Μπαγάσα”.

Ίσως εκεί πάνω να βρήκε τους περίφημους “Κροκανθρώπους” που μανιωδώς εν ζωή αναζητούσε…ακόμα και αν στην πρώτη του δουλειά χάρη στον Πατσιφά, απέτυχε.