Τον κόσμο που ζούμε τον δανειστήκαμε από τα παιδιά μας

παιδιά

“Δεν είναι δυνατόν να συνεννοηθούμε με ιδεολογίες, αλλά μέσα από την ατομική συμπεριφορά και πράξη, τη συλλογική μας συν-κοινωνία, τη συνεργασία, τη συλλογική μας συν-αρμονία, την ατομική μας συν-διαφορετικότητα. Ο λόγος, εσωτερικά φαγωμένος, όπως και η ζωή μας, δεν είναι πια ικανός για συν-κοινωνία. Οι λέξεις, χωρίς μνήμη κι ευθύνη, σέρνονται στην καθημερινότητα, κουρέλια χωρίς σώμα, που τα παίρνει ο άνεμος, όπως τις ξεσκισμένες αφίσες των κομμάτων και των σωματείων… Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε διαφορετικά, παρά μόνον μέσα από την αγάπη, την τρυφερότητα του χαδιού, το ερωτικό μας βλέμμα. Από την επαφή μας με τη γη, με τη φύση, θα ξαναγεννηθεί ο καινούριος λόγος της ατομικής ευθύνης και μνήμης...”, έγραφε κάποιος ένας από τους λίγους επαναστάτες που δεν μετατράπηκε σε φασίστας στην ιστορία του, ποιος άλλο; Ο σοφός Χρόνης Μίσσιος.

Κάποτε τη βαφτίσαμε αναδυόμενη…έτσι λες και παραπέμπει στη “Φεγγαροντυμένη”, σε γοργόνα, σε μυθικό πλάσμα ενός ανεξήγητου για μας κόσμου. Έμοιαζε αυτόματα ευκολότερο να παριστάνουμε πώς τα αίτια της δεν βρίσκονται, να υπερασπιζόμαστε την μελανή μας ταυτότητα.

Μα αυτού του είδους η ακροδεξιά προϋπήρχε. Δε γεννήθηκε στο Καλαί, ούτε στην Ειδωμένη, ούτε στο γραφείο του Δημάρχου της Χίου, ούτε σε φυλλάδες περιπτέρων, ούτε σε τουίτ πολιτικών. Θρεφόταν από τα κλειστά σύνορα, από τη γείωση των δικαιωμάτων και των κοινωνικά ευπαθέστερων και μπόλιαζε μήνα τον μήνα και στην πολιτική μας ζωή και στους δημόσιους χώρους και στα γήπεδα. Ξάπλωνε σε ακριβά πολιτικά γραφεία, σκεπαζόταν με φθηνά φυλλάδια και το πρωί την ξαναβαφτίζαμε αναδυόμενη, κλείνοντας τα ματια στην πολλαπλή γέννηση και στο διαφορετικό, τάχα μητρώο. Η κολυμπήθρα της όμως έκρυβε  αίμα, καθόλα αγιασμένο και από την εκκλησία τις πιο πολλές φορές και όταν εξατμιζόταν , έμενε μόνο η αλμύρα από τα ανοιχτά του Αιγαίου που είχε θάψει τα θύματα της.

Όπως στην πράξη όμως κάποιοι απέδειξαν πως τελικά δεν τους συστήθηκε για πρώτη φορά και είχαν τα μέσα να την αντιμετωπίσουν , με ένα σωσύβιο, με ένα πιάτο φαί, με τη ζωή τους την ίδια, έτσι και στον αθλητισμό βρέθηκαν  φιγούρες που έδωσαν ηχηρά μηνύματα για το ποιον ονομάζει λαθραίο και ποιον όχι, η ανιδιοτέλεια και το αίσθημα ευθύνης. Αν σας ενοχλεί το τελευταίο βαφτίστε το συνείδηση. Τα πανό και οι κινήσεις αλληλεγγύης οργανωμένα έγιναν γνωστά τα πιο πολλά, στην Ελλάδα όμως ένα ακόμα πρόσφατο τετελεσμένο, ήρθε να αποδείξει ότι όποιος ξέρει, όποιος νιώθει και όποιος αντιλαμβάνεται, βρίσκει και τα μέσα και τον χρόνο. Κυρίως όμως παίρνει την ευθύνη. Μακριά από φλας, δίχως ελαφρύνσεις στο εταιρικό του Φ.Π.Α., χωρίς κανένα “πρόγραμμα ευθύνης”.

“Τα παιδιά είναι εκτεθειμένα στην βαρβαρότητα των επιλογών μας. Στη βία, στην κακοποίηση, στην εκμετάλλευση. Η παιδεία πρέπει να απαλαγεί από τον ανθρωποκεντρισμό της.”

Το όνομά της είναι Μάρθα. Μάρθα Μάτσα. Αυτό. Τέλος. Δεν είναι μέλος κανενός Δ.Σ., και γόνος καμίας πάμπλουτης οικογένειας. Μέσα για να λύνει και να δένει δεν κρύβει και δεν τα τσέπωσε από καμία. Αναδυόμενη όμως είναι.

Τον κόσμο που ζούμε τον δανειστήκαμε από τα παιδιά μας

Και αναδύθηκε μέσα από πολλές πισίνες. Και γοργόνα είναι, του γλυκού νερού. Και όχι μόνο σε κολυμπήθρες από αίμα δεν βαφτίστηκε, αλλά βγήκε μέσα από τα νοητά κύματα της εποχής της και πήρε 27 παιδιά από το χέρι, διδάσκοντάς μας πως ο αθλητισμός χτίζει γέφυρες και δίνει γερές σφαλιάρες. Στο ήθος, στο φιλότιμο, στην άγνοια. Δεν έχει συμβόλαια εκατομμυρίων, είναι μια απλή δασκάλα. Δεν το έκανε μέσα από τα πιο λαοφιλή διεθνώς αθλήματα, αλλά μέσα από το κολύμπι. Μάθημα δεν έδωσε στο σύνολο του κοινωνικού γίγνεσθαι μόνο, έδωσε και στα ίδια τα παιδιά προσφύγων και μέσα σε ένα κολυμβητήριο. Γιατί; Γιατί τους έμαθε ότι αυτό που φοβάσαι, αν δεν το πολεμήσεις ,  δεν θα πάψεις να το φοβάσαι ποτέ. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα κατά τη γνώμη μου, μια γυναίκας που ξέρει καλά το νερό, μια και είχε ήδη διακριθεί στην κολύμβηση φτάνοντας να συμμετέχει ως και σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Φοβούνταν το νερό βλέπεις. Πόσα άραγε απ’αυτά θα είχαν προλάβει να μάθουν κολύμπι πριν φύγουν από το σπίτι τους. Έγινε τέρας μέσα τους η θάλασσα που κατάπιε ότι αγαπημένο κουβαλούσαν μαζί τους και για πολλά απ’αυτά δεν ήταν υλικό. Δεν το κουβαλούσαν καν, τους κουβαλούσε πιθανότερα. Και τώρα πια το κουβαλούν μέσα τους.

Φυσικά χορηγία εταιρίας, υπήρξε. Την βρήκε. Αλλά πώς και γιατί δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Συνδρομητικό απεδήχθη. Διότι κάθισε και έμαθε τις περιπτώσεις κάθε μαθητή ξεχωριστά, γιατί προσπάθησε για τα άτομα που νοιάστηκε, γιατί συμβουλεύτηκε τους αρμόδιους λειτουργούς που ασχολούνται με το πλαίσιο ένταξης των παιδιών αυτών στην εγχώρια κοινωνία.

“Τον κόσμο που ζούμε, δεν τον κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, τον δανειστήκαμε από τα παιδια μας και στα παιδιά μας πρέπει να τον επιστρέψουμε ζωντανό και υγιή”

Τι σπουδαίο κατάφερε τελικά; Να γίνει ένα με όλο αυτό που όλοι φοβούνταν! Να αγκαλιάσει το διαφορετικό, μια κουλτούρα τόσο ξένη για κάποιον που έχει εξοικιωθεί από νωρίς με το σώμα του και επιχειρεί να βάλει άλλους τόσους ανθρώπους σε ηλικία που δεν έχουν την πλήρη ικανότητα να φιλτράρουν το ξένο, όχι απλά να νιώσουν εντάξει με το σώμα τους και το νερό ,αλλά να καταλάβουν ότι δεν θα αφήνουν όσους και ότι φοβούνται να τους υποτάσσει. Ακόμα κι ας είναι στην ηλικία που ακόμα πλάθουν το μέσα τους.Τώρα για τα μαθήματα που μοίρασε τριγύρω, οι πολλές περγαμινές περισσεύουν για έναν άνθρωπο που στην θέση του , τόσοι άλλοι, θα αναθεμάτιζαν την ώρα και τη στιγμή που ήρθε αυτός ο διορισμός σε ένα σχολείο στην καρδιά του μεταναστευτικού γκέτο. Το λειτουργημά της είχε κατά νου αγαπητοί…κι απ’την πλατεία Αμερικής, από την πιο άγρια πλευρά της πρωτεύουσας φώναξε σιωπηλά σε αυτιά που ήθελαν από το ίδιο πόστο να στερήσουν τη μόρφωση σε μπόλικες ψυχές και σε νησιά και στην επαρχία. Γιατί καλά οι γονείς που έστηναν καταλήψεις προτρέποντας τα παιδιά τους να μη χωρέσουν προσφυγόπουλα στα σχολειά τους, εκείνοι οι δάσκαλοι;

*Με φωτογραφικό υλικό από την Athens Voice