Τέλος εποχής

Τέλος εποχής

Για κάποια άτομα η στιγμή που συνειδητοποιούν ότι είναι πια “άντρες”, είναι “μεγάλοι” που έχουν αφήσει το πρώτο μεγάλο κομμάτι της ζωής τους για τα καλά πίσω τους έρχεται με το τέλος του σχολείου. Ή με το πτυχίο. Ή με την πρώτη δουλειά, τις πρώτες σοβαρές ευθύνες. Όταν όσα σε συνδέουν με το προηγούμενο κομμάτι τους ξεθωριάζουν. Για τους μπασκετόφιλους, και δη τους NBA-ικούς, μια τέτοια στιγμή είναι γεγονότα όπως αυτά του καλοκαιριού που μόλις τελείωσε. Όταν ξέρεις ότι ήρθε η ώρα να “σφραγιστεί” για τα καλά η παρουσία μίας μπασκετικής γενιάς που μεγάλωσες να παρακολουθείς, να θαυμάζεις, να έχεις ως πρώτυπο και να κρεμάς σαν πόστερ στους τοίχους του δωματίου σου.

Tην ώρα που το Golden State με το 73-9 έσπαζε το ρεκόρ των Bulls για τις περισσότερες νίκες σε regular season στην ιστορία του NBA , λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, ο Kobe Bryant έλεγε “αντίο” στο αγαπημένο του μπάσκετ. Αποχαιρετούσε το ΝΒΑ δίνοντας ένα τελευταίο, μεγάλο σόου. 60 πόντοι, νίκη απέναντι στους Utah Jazz και η πρώτη μεγάλη “μαχαιριά” στην καρδιά του μπασκετικού κοινού ήταν γεγονός:

Τέλος εποχής

 

“Mamba Out.” 

 

Κι έτσι απλά, η στιγμή που περίμεναν όλοι από τα τέλη του 2015, αλλά που κανείς δεν ήταν πραγματικά έτοιμος να δεχτεί ότι ήρθε, ήταν γεγονός. Ο Kobe Bryant είπε το οριστικό “αντίο” του στο NBA, εν μέσω αποθέωσης από τον μπασκετικό κόσμο και το φίλαθλο κοινό. Το καλύτερο δυάρι στην ιστορία του αθλήματος (προφανώς και ο Jordan δεν μπαίνει καν στην κουβέντα, μιλάμε για ανθρώπους, όχι για θεότητες) κρέμαγε τα παπούτσια του. Ο άνθρωπος που μεγάλωσε την γενιά των σημερινών μπασκετόφιλων 15-25 χρόνων και όχι μόνο ξεκίνησε μια τριπλέτα αποχωρήσεων που κακοφάνηκε σε όλους. Λίγες βδομάδες μετά, ο Tim Duncan έπαιζε το τελευταίο του παιχνίδι με την φανέλα των Spurs, για να ακολουθήσει μερικές μέρες πριν το αντίο και του τρίτου “μεγάλου”, του Kevin Garnett,  ο οποίος προσπάθησε να μείνει στο μπάσκετ για άλλον ένα χρόνο, αλλά δυστυχώς δεν είχε την απαραίτητη βενζίνη στο ντεπόζιτο για να τρέξει τα τελευταία χιλιόμετρα του στα παρκέ.

 

Τρεις παίκτες, τρια διαφορετικά είδη μπάσκετ, ένα τεράστιο impact

Όταν μιλάμε για τον Kobe, τον Duncan και τον Garnett, μιλάμε για τους τρεις παίκτες που σημάδεψαν περισσότερο απ’όλους το ΝΒΑ από τα τέλη της δεκαετίας του 90 μέχρι και σήμερα. Χαρισματικοί παίκτες πέρασαν πολλοί. Παίκτες με τεράστια φόντα και μεγάλες καριέρες. Είδαμε Iverson, είδαμε McGrady, είδαμε Nash, Kidd, βλέπουμε ακόμα τον Carter, τον Dirk, τον Pau, τον Pierce (για άλλη μια σεζόν, καθώς αποσύρεται το καλοκαίρι του 2017). Αλλά κανείς δεν είχε τον συνδυασμό διάρκειας, επιτυχιών και ταλέντου που είχε η “Αγία Τριάδα” αυτής της γενιάς. Ο Shaquille, το μεγαλύτερο force of nature που είδε το σύγχρονο μπάσκετ, οριακά μεν αλλά είναι στην αμέσως προηγούμενη γενιά παικτών, αυτή δηλαδή που ακολούθησε τον Jordan και μας “χαιρέτησε” στις αρχές των 00s (βλ. Webber, Grant Hill, Hardaway κλπ).

Και οι τρεις αφήνουν τον κόσμο του μπάσκετ πολύ φτωχό. Σκεφτείτε την στεναχώρια του Ευρωπαϊκού μπάσκετ αυτό το καλοκαίρι με την απόσυρση Διαμαντίδη. Σε αυτήν φανταστείτε μια ενδεχόμενη απόσυρση Σπανούλη και Ναβάρο και πάλι, ίσως να μην αρκεί για να μετρήσει σε ανάλογα μεγέθη την “απώλεια” που βίωσε η λίγκα με την ταυτόχρονη απόσυρση των Kobe, Duncan, Garnett.

 

O Michael Jordan της γενιάς μας

 

Τέλος εποχής

 

Πρώτος μας αποχαιρέτησε o Kobe Bryant. Διόρθωση, για την ακρίβεια μας αποχαιρετούσε επί έναν ολόκληρο χρόνο (ζηλεύοντας μάλλον το παράδειγμα του Derek Jeter των Yankees), κάνοντας το δικό του farewell tour, μαζεύοντας αναμνηστικά, tribute videos και standing oviations σε κάθε στάδιο που πατούσε το πόδι του. Η χρονιά είχε χαθεί πριν καν ξεκινήσει για τους – ελάχιστων δυνατοτήτων – Lakers, επομένως o Kobe αποφάσισε να χαλαρώσει και να απολαύσει την τελευταία διαδρομή, ενώ παράλληλα έκανε το μέντορα για αυτό το – ελάχιστο – νεαρό ταλέντο που υπήρχε στην φετινή ομάδα των Lakers και επρόκειτο να αποτελέσει τη βάση της νέας γενιάς.

Ο Kobe αποχαιρέτησε με τρόπο ανάλογο με το στυλ παίχτη που ήταν. Φαντασμαγορικό. Ένα κινούμενο σόου ήταν ο “Bean” Bryant, μια μηχανή ρεκόρ, τίτλων και επιτυχιών. Ο καλύτερος Λιμνάνθρωπος της ιστορίας. Kαι πριν κλείσετε αυτό το άρθρο νευριασμένοι, μουρμουρίζοντας κάτι του στυλ “τι λέει ο ιερόσυλος”, να προστεθεί στα πρακτικά ότι αυτό το ξεστόμισε πριν λίγους μήνες ο, κατά γενική ομολογία πιο “ξεχωριστός” Laker όλων των εποχών, ο Magic Johnson. Άλλωστε τα ρεκόρ του Kobe μιλάνε από μόνα τους: ο μοναδικός “20άρης” με μία μόνο ομάδα, πρώτος σε λεπτά, αγώνες, σουτ (εύστοχα και προσπάθειες), βολές (εύστοχες και προσπάθειες), κλεψίματα και – φυσικά – πόντους. Όσο ξεχωριστός ήταν ο Magic, ο άνθρωπος που έκανε τους πατεράδες μας  (όπως και στην περίπτωση του πατέρα του γραφόντος) να λατρέψουν το “κίτρινο και το μπλε”, έτσι έκανε και ο Kobe μια δεκαετία αργότερα. Επομένως ας δεχτούμε το ότι όποιος και να ναι ο καλύτερος Λιμνάνθρωπος ever, δεν θα ναι αδίκως, και να συνεχίσουμε.

Aυτό που πρέπει να τονίσουμε για τον Kobe ήταν ότι αποτέλεσε τον παίκτη που προσέγγισε την “αυτού αερότης του” πιο πολύ απ’όσο κανείς άλλος από το 1998 και έπειτα. O Bryant θύμιζε τον “Air” σε πολλά πράγματα. “Φυλάκιζε” με τον ίδιο τρόπο την προσοχή εκατομμυρίων φιλάθλων όσο λίγοι αυτά τα χρόνια με το ταλέντο του, είχε το ίδιο “δολοφονικό” ένστικο, το ίδιο “ανίκητο” εκτός ισορροπίας turnaround σουτάκι, (σχεδόν) την ίδια σχέση αγάπης με τις υψηλές πτήσεις,  δημιούργησε και αυτός μια γενιά οπαδών που λάτρευαν κυρίως τον ίδιο και μετά κάποια ομάδα ή λάτρεψαν την ομάδα λόγω αυτού, ενώ δημιούργησε και φανατικούς εχθρούς, που φθονούσαν το ότι πατούσε πάνω στους πάντες και τα πάντα για να κυριαρχήσει εν τέλει. Είχε τον ίδιο ανελέητο και ασταμάτητο μπασκετικό εγωισμό, μια μηχανή που 24/7 τον οδηγούσε μόνο προς την νίκη. Προφανώς και ο Jordan αυτά τα είχε σε υπερθετικό βαθμό και είχε και άλλα. Αλλά δεν είμαστε εδώ να ευλογήσουμε τον άνθρωπο που ΕΙΝΑΙ το μπάσκετ. Αλλά αυτόν που για 20 σεζόν ήταν η καλύτερη “ανθρώπινη” επανέκδοση του μεγαλείου που πρωτοεμφανίστηκε με τον MJ.

Ναι, είχε πολλά στραβά ο Kobe. Τα memes για το πότε επιτέλους θα πασάρει δίνουν και παίρνουν, μικρός δεν ήταν και ο ιδανικός συμπαίκτης (η κόντρα του με τον Shaq μνημονεύεται όσο λίγες, καθώς κατάφερε να χαλάσει μια δυναστεία που ίσως να μην σταματούσε στους τρεις σερί τίτλους), υπήρχε και η πολύκροτη υπόθεση βιασμού, που τον ανάγκασε στο να “ξεκινήσει απ’την αρχή”, αλλάζοντας αριθμό, από το 8 στο 24, και συμπεριφορά. Αυτά απλώς δείχνουν ότι ήταν άνθρωπος με ελλατώματα, μέσα και έξω από το γήπεδο. Αλλά επίσης υπάρχουν οι μυθικοί 81 πόντοι απέναντι στους Raptors, οι τελικοί με τους Celtics, τα buzzer beaters, το απίστευτο επιχειρηματικό δαιμόνιο (ήδη έχει ξεκινήσει τη δουλεία στην νεοσύστατη Kobe Inc. ), μικρά και μεγάλα πράγματα εντός και εκτός γηπέδου που εξισορροπουν τη ζυγαριά. O Kobe ήταν μια ξεχωριστή, φαντάστική μπασκετική οντότητα. Και το ΝΒΑ σίγουρα πήρε λίγη από την χρυσό(-μωβ)σκονή του και “πασπαλίστηκε”.

 

Τέλος εποχής

(Tim)eless

Τέλος εποχής

Δεύτερος λοιπόν στην σειρά των αποχωρήσεων ήταν ο πιο “βαρετός” σουπερσταρ στην ιστορία του αθλήματος, ο Tim Duncan, o οποίος δεν αποχαιρέτησε ούτε με ένα δακρύβρεχτο γράμμα στο “The Players’ Tribune”, ούτε με ένα Farewell Tour ή μια μεγαλοπρεπή τελετή. Απλά ένα πρωί του Ιουλίου ξυπνήσαμε και είδαμε μία λιτή αποχαιρετιστήρια ανακοίνωση. Τόσο βαρετός μέχρι και στον αποχαιρετισμό του. Όπως του ταίριαζε και όπως του έπρεπε. Χωρίς να βάλει το “εγώ” του να λάμψει πάνω από οτιδήποτε άλλο, ακόμα κι αν το αξίζει (και με το παραπάνω) για μια φορά κι αυτός.

Ο άνθρωπος που κυριάρχησε στο NBA για 19 χρόνια, με έναν τρόπο που δεν έχει δει παρόμοιό του το πρωτάθλημα. O “Τιμόθεος” κατάφερε να βρίσκεται με εκνευριστική σταθερότητα στο υψηλότερο επίπεδο για ολόκληρη τη διάρκεια της καριέρας του και θα μπορούσε να το κάνει για τουλάχιστον 1-2 χρόνια ακόμα, αλλά με την διάδοχη κατάσταση έτοιμη από πέρυσι, με τον ερχομό του LaMarcus Aldridge και την υπογραφή του “αειθαλούς” Pau Gasol για να γεμίσει ποιοτικά η ρακέτα των Spurs με έναν επίσης θρυλικό παίκτη, ο TD μάλλον θεωρεί πως φεύγει σε ένα σημείο που η απώλειά του δεν πρόκειται να βλάψει την ομάδα του.

Τα κατορθώματά του επίσης ζαλίζουν: 5 τίτλοι με την φανέλα των San Antonio Spurs, Rookie της χρονιάς, 2 φορές MVP και 3 φορές MVP τελικών, 14ος σκόρερ στην ιστορία του NBA, 1ος σκόρερ στην ιστορία των Spurs, Νο. 5 στις τάπες και Νο. 6 στα ριμπάουντ στην ιστορία της λίγκας, πολύ πιθανώς ο καλύτερος Power Forward που είδε ποτέ το άθλημα (ακόμα κι αν αρκετά χρόνια εσχάτως έπαιζε ως σέντερ). Ίσως δεν υπάρχει πιο ταιριαστή απάντηση απ’αυτήν που έδωσε ο άλλωτε συμπαίκτης του, Bruce Bowen, όταν ρωτήθηκε τι σημαίνει ο Duncan για το franchise των Σπιρουνιών:

Τα πάντα

Το ίδιο βαρύνουσα σημασία είχε και για το μπάσκετ συνολικά. Αν ο Kobe ήταν το εντυπωσιακό μπάσκετ, ο Duncan ήταν το “σωστό” μπάσκετ. Ήταν η επιτομή του αψεγάδιαστου τεχνικά παιχνιδιού. Αν κάποιο μελλοντικό τεσσάρι θέλει να γίνει άρτιος στο παιχνίδι του, απλώς πρέπει να δώσει πολύ βάση στο πως έπαιζε ο Duncan. O “Big Fundamental”, όπως δικαίως χαρακτηρίζεται, ήταν πάντα στη σωστή θέση, έκανε τις σωστές κινήσεις στο ζωγραφιστό και στην άμυνα, ενώ είχε και αυτό το εκνευριστικά άχαστο hook shot το οποίο 11/10 φορές θα ήταν ταμπλό και μέσα, δεν πάει να το πέταγε από το τρίποντο. Ναι, ήταν βαρετός. Ναι, δεν έδειχνε συναίσθημα ούτε για δείγμα και όταν το έδειχνε ήταν τόσο παράξενο και τόσο άβολα αστείο λες και έβλεπες τον 50άρη θείο σου που προσπαθούσε να παίξει μπάσκετ με πιτσιρίκια.

Τέλος εποχής

 

Παίκτες της πάστας του Duncan είναι “μια στο εκατομμύριο”. Ελάχιστοι βγαίνουν με ένα τέτοιο πακέτο θέλησης, ανταγωνιστικότητας, πνευματικής διαύγειας και σκληράδας, αρχηγικού πνεύματος και ηρεμίας. Όλα αυτά, τα διατήρησε αδιαλλείπτως μέχρι τα 40 του, χωρίς να “σπάσει” σχεδόν ποτέ (Ένας αστικός μύθος λέει ότι η μόνη φορά που “έσπασε”, όταν ο Joey Crawford του έδωσε εκτός παιχνιδιού διπλή τεχνική ποινή και αποβολή, καθώς ο Duncan γελούσε με τις διαιτητικές αποφάσεις του εκκεντρικού ρεφ,κάτι που τον εξόργισε, ήταν και η τελευταία φορά που είδαμε τον Tim Duncan να γελάει και να το εκφράζει χωρίς αυτοσυγκράτηση. Poor Timmy D…), και είναι από τα στοιχεία που δεν καταγράφονται στο χαρτί, γιατί η προσφορά του Duncan είναι μεγαλύτερη απ’τα νούμερα.

Ποιός άλλος κατάφερε και ενσάρκωσε με τέτοια επιτυχία την λογική “πρώτα η ομάδα” όσο ο Duncan; Επί 19 χρόνια, με πολλούς διαφορετικούς συμπαίκτες, με τον Robinson, τον Parker, τον Ginobili, τον Horry, τον Bowen, τον Diaw, τον Leonard, τον Green, τον Aldridge. Πάντα με τον Popovic. Ο “τρόπος των Spurs”, έγινε παράδειγμα προς μίμηση για κάθε ομάδα και ο Duncan παράδειγμα αρχηγού. Οι σχέσεις του με τον Pop ήταν τέτοιες που στις αποχαιρετιστήριες δηλώσεις του για τον Duncan, o “σκληρός” Popovic δεν άντεξε και λύγισε.  Με τους Parker και Ginobili δημιούργησε μια Big 3 που κράτησε στον χρόνο, πριν αυτές γίνουν mainstream. Oι άλλες ήρθαν και έφυγαν, αυτοί έμειναν εκεί, τόσο κλασικοί όσο το μαύρο, το χρώμα της φανέλας των Spurs.  Για αυτά και άλλα πολλά, ο “πιο αδιάφορος σουπερστάρ της ιστορίας” ήταν τόσο ξεχωριστός. Ο καλύτερος Power Forward και ο καλύτερος συμπαίκτης στην ιστορία του παιχνιδιού.

 

Τέλος εποχής

 

 

Love for the game

Τέλος εποχής

Τελευταίος (αλλά όχι έσχατος) ήρθε για να πει το αντίο του ο Kevin Garnett. O “Big Ticket”, o “The Kid”, o “Big Wolf” ή όπως αλλιώς θέλετε να τον λέτε ήταν ο πιο αγαπητός “νταής” του NBA για τα 21 χρόνια που αγωνίστηκε στη λίγκα. Ακούραστος trash talker, ίσως ο καλύτερος που είδε το ΝΒΑ στην μετά-Jordan εποχή (μιας και όταν μιλάμε για τον MJ, μιλάμε για ένα παίκτη που ήταν “μανούλα” στο trash talking, μαζί με τον Gary Payton ίσως οι καλύτεροι της γενιάς εκείνης), ο KG, επειδή μπορούσε άνετα να στηρίξει και να “χτίσει” πάνω σε αυτά που… έσουρνε όλη την ώρα στους αντιπάλους του, ήταν μια από τις ισχυρότερες “δυνάμεις κρούσης” των παρκέ.

Η σκληράδα του Garnett και το αστείρευτο πάθος του την ώρα του παιχνιδιού, οπού θα “γαύγιζε” πάνω από τα αυτιά συμπαικτών και (κυρίως) αντιπάλων (όμως σπάνια θα ήταν πρωταγωνιστής σε μια κανονική αντιπαράθεση μιας και τα κρατούσε όλα στο επίπεδο του λεκτικού… εκφοβισμού) πήγαζε από την αγάπη του για το άθλημα. Το πολυδιαφημιζόμενο στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού “Love for the game” βρίσκει ενσάρκωση στο πρόσωπο του Kevin Garnett περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο παίκτη τα τελευταία χρόνια. Πολλοί αγαπάνε το μπάσκετ, λίγοι δίνουν την ψυχή τους με τέτοιο τρόπο και όρεξη όπως αυτός.

O Garnett ήθελε να τον μισούν, να μην τον αντέχουν. “Η δουλειά μου είναι να σε σταματήσω, επομένως δεν με νοιάζει αν προσπαθήσεις να γίνεις φίλος μου, γιατί εγώ δεν πρόκειται να το κάνω” , είχε δηλώσει ο ίδιος, σχολιάζοντας τον τρόπο παιχνιδιού του. Θα έκανε τα πάντα για να μπει στο μυαλό των αντιπάλων ή απλώς για να δείξει σκληρός: Το φύσημα στο αυτί του David West για να κερδίσει τεχνική ποινή, τα πους απς μετά από κερδισμένο φάουλ, το ότι σε επαναφορά της μπάλας έπεσε στα 4 και άρχισε να μουγκρίζει σαν σκυλί στον Jerryd Bayless και φυσικά οι χωρίς νόημα τάπες μετά από τα φάουλ, απλώς για να μην μπει η μπάλα στο καλάθι του, ήταν λίγα απ’τα κόλπα στο ρεπερτόριο του “Big Ticket”.

 

Τέλος εποχής

 

Nαι, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αγωνιστικά ο Garnett ήταν ένα από τα 5 καλύτερα 4άρια όλων των εποχών. Ο φόβος και ο τρόμος αμυντικά, όντας ψηλόλιγνος με μακριά χέρια και απίστευτη φυσική κατάσταση και δύναμη, ένας απ’τους φοβερότερους αμυντικούς που είδε το άθλημα. Ασταμάτητος επιθετικά, με ένα εντυπωσιακά εύστοχο σουτάκι από μέση απόσταση και έναν “κινητήρα” αστείρευτης ενέργειας και τεράστιας υποδύναμης κάτω απ’το καλάθι. Δεν είχε την επιτυχία του Duncan και αυτό του στοίχησε ίσως σε “legacy points”, αλλά δεν βρέθηκε και στο ιδανικό περιβάλλον που βρέθηκε ο TD βρίσκοντας τον ιδανικό “οδηγό” στο πρόσωπο του Popovic για όλη την πορεία της καριέρας του. Aλλά ποιός νοιάζεται για τα legacy points όταν μιλάμε για τον Garnett. Aυτό που τον έκανε πραγματικά ξεχωριστό ήταν η συμπεριφορά του μέσα και έξω στο παρκέ και γι’αυτό αξίζει να σταθούμε πιο πολύ σε αυτήν.

Η ιστορία του Garnett, από τα πρώτα χρόνια στη Minnesota, την καθιέρωση κάτω από την εποπτεία του αδικοχαμένου Flip Saunders (του οποίου η απώλεια ήταν μεγάλο πλήγμα για τον KG) , το one-man show της ομάδας των Timberwolves των μέσων της περασμένης δεκαετίας, τις οριακές αποτυχίες, το MVP και την αλλαγή σελίδας με τον ερχομό του στη Βοστώνη και τους Celtics για τη δημιουργία των Big 3 και την κατάκτηση του πολυπόθητου τίτλου το 2008, εκτυλίσσεται με κινητήριο δύναμη την αγάπη για το παιχνίδι και το πάθος του “Big Ticket”. Και φτάνει στο καλύτερο σημείο της σε αυτά τα 6 δευτερόλεπτα, τα πιο χαρακτηριστικά ίσως ολόκληρης της καριέρας του KG, όταν ο απόλυτος στόχος του γίνεται επιτέλους πραγματικότητα:

 

 

Θέαμα και ρεκόρ, ανιδιοτέλεια και αρχηγικό πνεύμα , πάθος και αγάπη για το παιχνίδι. Τρεις παίκτες που ενσάρκωναν τρεις διαφορετικές διαστάσεις της ίδιου μπασκετικού μεγαλείου το οποίο σημάδεψε την περασμένη “μπασκετική  γενιά” αλλά και το μπάσκετ γενικότερα.  Η κληρονομιά που άφησαν ο Kobe, o TD και ο KG, ο καθένας με τον δικό του τρόπο είναι τεράστια, και σε λίγα χρόνια από τώρα, αυτή αναμένεται να αναγνωριστεί μια για πάντα, όταν μπουν και οι τρεις με κάθε επισημότητα  στο πάνθεον του μπάσκετ (κατά πάσα πιθανότητα μαζί, στην Hall Of Fame Class του 2021, όταν και είναι η πρώτη χρονιά που μπορούν να επιλεγούν), το Naismith Memorial Basketball Hall of Fame.