Darkness at the door to greet Editors: Η αλλαγή στην μουσική μέσα (μας)

Editors

Πριν αρχίσω να γράφω, να αναφέρω ότι δεν έχω το συνηθισμένο γούστο στην μουσική. Είμαι από εκείνους που λέτε εναλλακτικούς – εκείνους που γυρνάνε τα τραπέζια ανάποδα όταν βάζουν Δημάκη στο μαγαζί ντε – και είχα από μικρός μία κλίση στα τραγούδια που προκαλούσαν δυσφορία στους φίλους. Μπορεί από αντίδραση, μπορεί και όχι. Δεν έχει σημασία πια.

Έχοντας ξεκαθαρίσει μέσα μου την προτίμησή μου στην ξένη μουσική (και αργότερα σε διάφορα παράγωγα της ροκ σκηνής όπως post punk revival, indie/alternative, stoner rock), μία από τις  μπάντες που με τράβηξαν κοντά τους ήταν οι Editors. Μερικά παιδιά από το Birmingham που ανέλαβαν πρώτα να με μυήσουν στην post punk revival σκηνή, η οποία αναστήθηκε νωρίτερα από το ντεμπούτο τους με το The Back Room το 2005. Για να είμαι ειλικρινής, με αυτόν τον δίσκο τους γνώρισα, περίπου δέκα χρόνια μετά. Και γράφω αυτό το κείμενο με αφορμή τον έκτο δίσκο τους με τίτλο “Violence”. Λοιπόν, στο δικό μου κεφάλι τα πράγματα δεν πήγαν καλά.

Για να γράψω αυτό το άρθρο, άκουγα ταυτόχρονα τον τελευταίο τους δίσκο. Η αλήθεια είναι ότι έχω προσπαθήσει να του δώσω χώρο, αλλά οφείλω να παραδεχτώ ότι δεν έχω (ακόμα) τις καλύτερες διαθέσεις για το Violence. Ωστόσο, δεν θα καταλήξω στο πόσο (δεν) μου αρέσει ο νέος δίσκος.

Το The Back Room ακόμα και σήμερα έχει θέση στην καρδιά μου. Αποτελεί το πρώτο δείγμα της ιδιοφυΐας  των παιδιών από το Birmingham, που αρχικά συστήθηκαν στο κοινό ως Pilot, The Pride και Snowfield (ξεχωριστά όλα αυτά τα ονόματα), τα οποία κάνουν εξαιρετική εισαγωγή στην post punk revival, με εκφάνσεις dark waveίλας που αδυνατώ να ξεπεράσω ακόμα. Έπειτα, ακολούθησε το An End Has A Start, το οποίο εύκολα φάνταζε με την συνέχεια του The Back Room στο πιο χαρούμενο, με περισσότερα indie στοιχεία. Τα πράγματα πήγαιναν καλά για τα παιδιά και αυτό έβγαινε προς τα έξω. Δηλαδή έτσι έδειχναν τα πράγματα. Ωστόσο, πάντα υπάρχουν μερικές λεπτομέρειες που καθορίζουν την συνέχεια.

https://www.youtube.com/watch?v=Ub81XBbvURs

Όταν οι Editors έκαναν το ντεμπούτο τους, οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες, δεν είναι μυστικό αυτό. Όλες οι μπάντες έχουν αυτή την τύχη, γιατί προφανώς όλες οι μπάντες εμπνέονται από κάπου. Όμως καμιά φορά οι συγκρίσεις μπορούν να προκαλέσουν έμμεσα τις αλλαγές, ή να τις πιέσουν να γίνουν γρηγορότερα από το αναμενόμενο.

Αυτό συνέβη στους Editors με μία από τις αναμενόμενες συγκρίσεις. Η τσίχλα “Interpol soundalikes” είχε κολλήσει για τα καλά στα μαλλιά τους και κάπου εκεί άρχισε η μάχη για να ξεκολλήσουν. Και όλα αυτά γιατί οι Interpol ήταν μόλις κατά τέσσερα χρόνια παλαιότεροι τους. Και πιστέψτε με, κανείς δεν θέλει να θεωρείται μαθητής ενός μεγαλύτερου μαθητή. Ο άτυπος ανταγωνισμός μέσα στο σχολικό σύστημα δεν υπάρχει μόνο στον αναγνωρισμένο από το κράτος τομέα της εκπαίδευσης, αυτή είναι μία μεγάλη αλήθεια που μας ακολουθεί κατά την διάρκεια της ζωής μας.

Το ίδιο συνέβη και στους Editors, την εποχή που έβγαλαν τον τρίτο δίσκο τους, ονόματι ” In This Light And On This Evening”. Την ίδια εποχή ο frontman τους, Tom Smith, δήλωνε ότι δεν υπάρχει λόγος να γίνεται σύγκριση με τους Interpol. “Έχει αλλάξει αρκετά ο ήχος μας” αναφέρει χαρακτηριστικά. Πράγματι, η μπάντα είχε στραφεί σε synthpop συνθέσεις, ωστόσο δεν είχε σβήσει ακόμα η post punk revival φάση τους. Όμως και  για αυτό ερχόταν το τέλος τους.

Μετά από το τέλος της περιοδείας τους, ο κιθαρίστας του γκρουπ, Chris Urbanowicz, αποχωρεί από την μπάντα, καθώς είχε διαφορετική άποψη για την εξέλιξη του ήχου των Editors. Στην θέση του ήρθε ο Justin Lockley, καθώς και ο Elliot Williams για το synthesizer. Η τελευταία προσθήκη ήταν καθοριστική για το μέλλον τους, το οποίο έφερε ένα indie άλμπουμ (The Weight Of Your Love), ένα dark synthpop (In Dream) κι ένα πιο χαρούμενο synthpop (αν μου επιτρέπεται η έκφραση για το Violence). Για μένα, το πρώτο είχε το απόλυτο hit – έπος Sugar, το δεύτερο ήταν το αποκορύφωμα της ιδιοφυίας τους, καθώς όντας απαλλαγμένοι από προσωπικούς μουσικούς δαίμονες και με την ασφάλεια της επιτυχίας του προηγούμενου άλμπουμ τους, έβγαλαν μία μεγάλη αλλαγή, η οποία παρ’ότι ξένισε σε αρκετούς κατά το πρώτο άκουσμα, είχε Editors μέσα. Ο ήχος είχε αλλάξει, όμως μέσα του έβρισκες σημαντικά ψήγματα από μικρά πράγματα που έκαναν αγαπητή την μπάντα στην αρχή.

Μπορεί το In Dream προσωπικά να με άφησε κατά πολύ μεγάλο βαθμό, όμως μέσα του υπήρχε μία ανεξήγητη μελαγχολία για την φάση των Editors, η οποία κάλυπτε όλο το άλμπουμ. Και πλέον ήρθε το Violence να διώξει αυτήν την μελαγχολία, καθώς υπάρχουν πολύ πιο έντονοι synthpop ήχοι, σε σημείο όπου νομίζεις ότι είσαι σε disco party. Και μπορεί εγώ ως Βαγγέλης να ένιωσα αρκετά – μα αρκετά – περίεργα στο πρώτο άκουσμα, σε σημείο να παρακαλάω από μέσα μου να τελειώσει ο δίσκος, όμως υπάρχει η εξής παράμετρος.

 

Η μουσική δεν είναι αποκλειστικά δικαίωμα των φανς. Αυτοί έχουν απαιτήσεις, λογικό είναι, αλλά όπως οι φανς της εκάστοτε μπάντας δεν άκουγαν πάντα την μπάντα, έτσι και τα μέλη της δεν έχουν πάντα την ίδια κλίση στην μουσική που παίζουν. Οι άνθρωποι αλλάζουν και αυτό θα βγαίνει πάντα και στις μπάντες, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Αλλά αυτό που βγαίνει στους Editors είναι η απελευθέρωσή τους. Απαλλαγμένοι από μουσικούς και προσωπικούς δαίμονες, βγάζουν ελεύθερα κάτι διαφορετικό και τους αρέσει. Όντας φτασμένοι στο μουσικό στερέωμα, με εκατοντάδες χιλιάδες θαυμαστές, πλέον δεν έχουν τίποτα να αποδείξουν. Δεν είναι οι Interpol soundalikes, δεν είναι οι ίδιοι με αυτούς που ξεκίνησαν, έχουν διαφορετικό ήχο, αλλά δεν έχει σημασία πια. Darkness was at the door to greet them, σε μία ελαφριά παράφραση ενός κομματιού του Violence, όμως πλέον αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Και αυτό γιατί μέσα από όλες αυτές τις αλλαγές βρήκαν την ταυτότητά τους.

Κυρίες και κύριοι, αυτοί ήταν οι Editors. Γίνετε σαν και αυτούς.