Η δημοκρατία στον «γύψο», το ποδόσφαιρο «υπό διωγμό»

ποδόσφαιρο

Σε μια χώρα, όπου ένα κομμάτι της κοινωνίας πιστεύει ότι «η χούντα έκανε δρόμους», ότι δεν βασάνιζε αγωνιστές στα υπόγεια και ότι δεν υπήρχαν νεκροί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, είναι σημαντικό να υπενθυμίζουμε τα πεπραγμένα της δικτατορίας των συνταγματαρχών, μέχρι και στο ποδόσφαιρο. Ακόμα, δηλαδή, και την προσπάθεια του καθεστώτος να ελέγξει κάθε πτυχή των κοινωνικών δραστηριοτήτων, όπως και ο αθλητισμός. «Σταγόνα στον Ωκεανό», στην εποχή της λογοκρισίας και του «στραγγαλισμού» των πολιτικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας, αλλά αποτελεί ένα εξίσου αντιπροσωπευτικό δείγμα για το τι συνέβαινε στην Ελλάδα από το 1967 έως το 1974.

Σε αυτό το κλίμα, η χούντα είχε τους δικούς της ανθρώπους στις ΠΑΕ για να μαθαίνουν τα πάντα και να επιβάλλουν την άποψη τους. Κάποιοι εκδιώχθηκαν και κάποιοι έφυγαν. Και τα δύο για πολιτικούς λόγους!

Η υπόθεση Μπούκοβι

Το 1960 ο Ολυμπιακός, είχε χάσει την αίγλη του παρελθόντος. Η τελευταία φορά που κατέκτησε πρωτάθλημα ήταν το 1954. Ο Παναθηναϊκός του Στέφαν Μπόμπεκ μεσουρανούσε, τα προβλήματα των «ερυθρόλευκων» ήταν πολλά, με τους προπονητές να διαδέχονται ο ένας τον άλλο με φρενήρεις ρυθμούς (δυο από αυτούς Όυγγροι). Το 1965, ο πάγκος της ομάδας έμεινε «ορφανός». Τότε ο πρόεδρος της ΠΑΕ, Βασίλης Ανδριανόπουλος επέμεινε στην παλιά, κλασσική «συνταγή» τεχνικού από την Ουγγαρία. Η πρώτη τους επιλογή ήταν ο Χιντεγκούτι, όμως το πράγμα δεν προχώρησε. Έτσι, η ουγγρική ομοσπονδία τους πρότεινε την «λύση» Γκιούλα Γκρόσιτς, που δεν άρεσε στον Ολυμπιακό.

Σε αυτό το σημείο, ήρθε ξανά ο «από μηχανής Θεός» των Πειραιωτών, ο Άρης Χρυσαφόπουλος, προπολεμικός άσος και πλέον ένας από τους ιθύνοντες του συλλόγου. Αυτή την φορά, όχι για να φέρει κάποιον ποδοσφαιριστή, όπως πριν χρόνια που «χάρισε» στο ελληνικό ποδόσφαιρο τον θρυλικό επιθετικό Γιούτσο, τον οποίο μνημονεύουμε μέχρι και σήμερα. Αλλά, για να διευθετήσει το «φλέγον» ζήτημα της εύρεσης τεχνικού, εκμεταλλευόμενος ξανά την γνωριμία του με υψηλόβαθμο στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουγγαρίας, με τον οποίο έζησαν μαζί στο Νταχάου και επιβίωσαν από την ναζιστική θηριωδία. Χάρη σε εκείνον, ανέλαβε την τεχνική ηγεσία του Ολυμπιακού ο μεγάλος Μάρτον Μπούκοβι. Το βράδυ της άφιξης του στην Αθήνα τον υποδέχτηκαν στο αεροδρόμιο 5.000 οπαδοί. Η αυτοκρατορία του Ούγγρου «δασκάλου», όπως τον αποκαλούσαν μόλις είχε ήδη ξεκινήσει.

Η εικόνα των παικτών άλλαξε άρδην και ο Ολυμπιακός επέστρεψε στην κορυφή για δυο σερί σεζόν, «εκθρονίζοντας» το «τριφύλλι».

Ο Μπούκοβι πραγματοποίησε ριζοσπαστικές αλλαγές, δεν θα ήταν υπερβολικό να λέγαμε ότι δίδαξε στην Ελλάδα ένα πιο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Ήταν εκείνος, ο οποίος μας έμαθε την κίνηση χωρίς μπάλα στους ελεύθερους χώρους.

Όμως, η λαμπρή πορεία του ανακόπηκε δύο χρόνια μετά, με την κατάλυση της δημοκρατίας από την χούντα των συνταγματαρχών. Οι δικτάτορες κήρυξαν τον πόλεμο ενάντια στην «κομμουνιστική απειλή» και κατ’επέκταση και στον «κίνδυνο» Μπούκοβι που καταγόταν από την ΕΣΣΔ. Το προειδοποιητικό «χτύπημα» ήταν η μη έκδοση βίζας σε αυτόν και τον βοηθό του Μίχαϊ Λάντος, προκείμενου να μην ταξιδέψουν στις Η.Π.Α και τον Καναδά για την περιοδεία προετοιμασίας της ομάδας. Έπειτα, ο σκληρός γενικός γραμματέας αθλητισμού, Κώστας Ασλανίδης, επέβαλε την ύπαρξη στρατιωτικών στα συμβούλια των ΠΑΕ. Και εκεί είναι, που κάνει την εμφάνιση του στις προπονήσεις του «δασκάλου» ένας επίτροπος-ταγματάρχης. Αλλά οι δυσκολίες για τον Μάρτον δεν σταματούν εδώ!

Το κλίμα προς εκείνον αντιστράφηκε, μετά τις συνεχιζόμενες ήττες και μερικοί «ύποπτοι» οπαδοί της ομάδας ξεκίνησαν να τον κατηγορούν γι’αυτό. Η αλήθεια παρολ’αυτά είναι πως ο Ολυμπιακός μπήκε στις αγωνιστικές τους υποχρεώσεις, δίχως καμία προετοιμασία από τον τεχνικό του, για τους λόγους που προαναφέραμε. Μέσα σ’ αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ο Ανδριανόπουλος ( πρόεδρος των «ερυθρόλευκων») επιχείρησε μάταια να πείσει την γενική γραμματεία αθλητισμού να έχει μια πιο ήπια στάση προς τον Μπούκοβι, διαφώνησε και για τα άτομα που έχει βάλει στην ομάδα ο Ασλανίδης και υπέβαλλε την παραίτηση του. Η φυγή του «πατερούλη» ή «σοφού γέρου» (προσωνύμιο που είχαν δώσει στον Ούγγρο οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού) ήταν κάτι παραπάνω από αναπόφευκτη. Στις 13 Δεκεμβρίου 1967, ο Μπούκοβι μαζί με τον βοηθό του αναγκάζονται να παραιτηθούν. Η ανακοίνωση της αποχώρησης του στην προπόνηση των «Πειραιωτών» ήταν γεγονός. Οι οπαδοί της ομάδας, αποφάσισαν να μην «καταθέσουν τα όπλα» και μια λαοθάλασσα υπό την μορφή διαδήλωσης έφτασε στο ξενοδοχείο της Καστέλας, όπου διέμενε ο «σοφός γέρος» για να του ζητήσει να μην φύγει. Άλλοι φώναζαν οργισμένοι, άλλοι πάλι έκλαιγαν. Ο Μπούκοβι τους εξήγησε ότι η παραμονή του ή η φυγή του δεν ήταν στο «χέρι του». Τελικά, ύστερα από 10 ημέρες, ο Ούγγρος μαζί με τον βοηθό του αναχώρησαν από την Ελλάδα με τρένο. Και κάπως έτσι, η χώρα μας έχασε έναν σπουδαίο προπονητή, ο οποίος είχε να προσφέρει ακόμα πολλά στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

«Έφυγα για πολιτικούς λόγους».Η δημοκρατία στον «γύψο», το ποδόσφαιρο «υπό διωγμό»

Ο Ελληνογάλλος επιθετικός Ρομαίν Αργυρούδης, αγωνίστηκε την διετία 1971-73 στον Ολυμπιακό, τα θρυλικά γκολ του μ’ενάεριο τακουνάκι έμειναν στην ιστορία. Έκανε πράγματα και «θάματα» παρόλο το σύντομο της παραμονής του στον Πειραιά, καθώς η δικτατορία τον κατηγόρησε πως «εμφορείτο σοσιαλιστικάς ιδέας». Το 2013, σε συνέντευξη του ο Αργυρούδης είχε παραδεχθεί ότι οι λόγοι της αποχώρησης του από την χώρα ήταν καθαρά πολιτικοί, αφού ο τότε πρόεδρος του συλλόγου, Γουλανδρής του πρότεινε να ανανεώσει το συμβόλαιο του μια για πάντα αλλά θα έπρεπε να δηλώσει στον τύπο ότι η κυβέρνηση της Ελλάδας είναι καλή, κάτι που δεν του το επέτρεπαν οι ηθικές του αξίες.

Μάλιστα, τον παρακολουθούσαν ασφαλίτες του καθεστώτος και του «άνοιγαν» τα γράμματα. Η αφήγηση του ήταν συγκλονιστική: «Έφυγα για πολιτικούς λόγους. Ο Νίκος Γουλανδρής, όταν τελείωνε το συμβόλαιό μου, μου είχε προτείνει να υπογράψω για πάντα. Για να μείνω στην Ελλάδα, όμως, έπρεπε να δηλώσω, να δώσω μία συνέντευξη και να πω ότι η κυβέρνηση της Ελλάδας είναι καλή. Είμαι ελεύθερος άνθρωπος και δημοκράτης και δεν θα το έκανα ποτέ. Αν δεν έλεγα αυτό το πράγμα, τότε δεν θα έμενα στην Ελλάδα. Δεν το ήθελα όμως αυτό. Ήξερα ότι με παρακολουθούσαν ασφαλίτες στην Αθήνα. Δεν είχα τηλέφωνο, αλλά παρακολουθούσαν το ταχυδρομείο μου. Άνοιγαν τα γράμματά μου. Δύο χρόνια πέρασα στον Ολυμπιακό, αλλά ήταν σαν να πέρασα 20. Έχω συναισθηματικό δέσιμο με τον κόσμο, τα χρώματα, την αύρα που βγάζει ο σύλλογος. Δεν ήθελα να φύγω, ούτε εγώ, ούτε η γυναίκα μου. Οι συμπαίκτες μου δεν ήξεραν τι γινόταν στην Ελλάδα γιατί υπήρχε προπαγάνδα. Δεν έγραφαν τίποτα οι εφημερίδες για τη χούντα. Έλεγα στους συμπαίκτες μου, στον φίλο μου τον Γιάννη Γκαϊτατζή, ότι θα του φέρω εφημερίδες από τη Γαλλία για να δει τι πραγματικά συμβαίνει στη χώρα του. Στη Γαλλία έγραφαν για τη δικτατορία. Με σημάδεψε στη ζωή μου που δεν έμεινα στην Ελλάδα. Δεν ήθελα να φύγω ποτέ από τον Ολυμπιακό. Μάλιστα είχα αρχίσει τη διαδικασία για να παίξω και στην Εθνική Ελλάδας, αλλά δεν τα κατάφερα γιατί υποχρεώθηκα να φύγω. Και στη συνέχεια έπαιξα τρία ματς με την εθνική Γαλλίας. Όταν έφτασα στο αεροδρόμιο, μου έδεσαν την τσάντα με ένα κορδόνι, με πήγαν στην Ασφάλεια και μου είπαν ότι έπρεπε να μείνω στο ξενοδοχείο και να μη βγω καθόλου από αυτό μέχρι να φύγει η ομάδα για τη Γαλλία».