One Man Country: Οι Ευρωπαίοι

One Man Country: Οι Ευρωπαίοι

Η Ευρώπη έχει αρκετά παραδείγματα ποδοσφαιριστών που λόγω καταγωγής δεν μπόρεσαν να λάμψουν στο international επίπεδο και να παίξουν σε ένα Μουντιάλ. Από τον all-time …Best μέχρι τον Jan Oblak που μπορεί να σώζει τα πάντα αλλά δεν μπορεί και να σκοράρει με τη Σλοβενία, ας δούμε κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις.

George Best – Βόρεια Ιρλανδία

One Man Country: Οι Ευρωπαίοι

Βίος και πολιτεία. Το “Πέμπτο Σκαθάρι” των Beatles. Ή απλά ο καλύτερος όλων, the Best. Στην περίπτωση του η χώρα καταγωγής του έπαιξε τεράστιο ρόλο στο πως έβλεπε το διεθνές ποδόσφαιρο. Ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει τις υποχρεώσεις του με την εθνική της Βόρειας Ιρλανδίας ως “recreational football” (περιφραστικά: ποδόσφαιρο που παίζεις για χόμπι ή διασκέδαση) κι ουδέποτε πήρε τις προκριματικές διαδικασίες στα σοβαρά παρά το γεγονός ότι ένα ολόκληρο έθνος στήριζε τα πάντα πάνω του. Ο Best ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά στην Manchester United, με την οποία κατέκτησε δύο Πρωταθλήματα Αγγλίας και το Κύπελλο Πρωταθλητριών του 1968 στα 11 χρόνια παρουσίας του εκεί, φεύγοντας σαν θρύλος. Σοβαρό ποδόσφαιρο ο Best έπαιξε μέχρι τα 28 του κι αυτό μόνο για την United καθώς όπως είπαμε την Βόρεια Ιρλανδία δεν την είχε σε εκτίμηση λόγω του χαμηλού επιπέδου των συμπαικτων του. Μετά από αυτή την ηλικία ο χρόνιος αλκοολισμός του και το τυχοδιωκτικό του lifestyle δεν του επέτρεψαν να ανταπεξέλθει στο υψηλότερο επίπεδο.

Στα χρόνια του πάντως οι Βορειοιρλανδοί έχασαν πραγματικά σπουδαίες ευκαιρίες να πάνε στα τελικά κάποιας διοργάνωσης. Στα προκριματικά του Μουντιάλ του 1966 δεν κατάφεραν να προκριθούν εις βάρος της αδύναμης Αλβανίας και των ερασιτεχνών παικτών της Ελβετίας. Το 1970 τους αποκαρδιωσε ο τραυματισμός του Best πριν από το κρίσιμο παιχνίδι που θα έκρινε την πρόκριση στα τελικά κόντρα στη Σοβιετική Ένωση στη Μόσχα. Η πλάκα ήταν ότι όταν τελικά τα κατάφεραν και πήγαν σε Μουντιάλ το 1982, αυτό έγινε χωρίς τη συνδρομή του Georgie, ο οποίος είχε ξεκινήσει τα ταξίδια του Γκιούλιβερ παίζοντας “recreational football” σε όλο τον πλανήτη: Νότια Αφρική, Ηνωμένες Πολιτείες, Σκωτία, Ιρλανδία, Χονγκ Κονγκ, Αυστραλία και Βόρεια Ιρλανδία με ενδιάμεσα περάσματα κι από αγγλικές ομάδες.

Το 1977 αποφάσισε να αποσυρθεί από το διεθνές ποδόσφαιρο μόλις στα 31 του χρόνια. Όμως, η πρόκριση της Βόρειας Ιρλανδίας στο Μουντιάλ του 1982 τον έφερε ξανά στο προσκήνιο. Ο τότε ομοσπονδιακός προπονητής, Billy Bingham μίλησε με τον 36χρονο Best και τον προέτρεψε να επιστρέψει στα ευρωπαϊκά γήπεδα ( τότε έπαιζε στη San Jose Earthquakes, ομάδα των Η.Π.Α.) με τη φανέλα της Middlesbrough που είχε δείξει ενδιαφέρον, ώστε να επανέλθει σε καλή αγωνιστική κατάσταση. Τελικά, η επιστροφή δεν έγινε ποτέ και ο ο Bingham δεν τον κάλεσε στην αποστολή. Έτσι, ο Best έχασε τη ‘χρυσή” του ευκαιρία να παίξει σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Η Βόρεια Ιρλανδία πήγε και στο επόμενο Μουντιάλ, αυτό του 1986 ενώ πριν 4 χρόνια (2016) αγωνίστηκε με επιτυχία στο πρώτο και μοναδικο έως σήμερα Euro της ιστορίας της φτάνοντας στη φάση των 16. Ακόμα, κι έτσι όμως ο George Best παραμένει το σπουδαιότερο ποδοσφαιρικό προϊόν της κι ας μην το έδειξε ποτέ με την εθνική του ομάδα.

Ryan Giggs – Ουαλία

One Man Country: Οι Ευρωπαίοι
Ο Giggs μπορεί να είναι ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής στην ιστορία της χώρας του από άποψη τίτλων, ίσως και ταλέντου αλλά τα σπουδαία επιτεύγματα του περιορίστηκαν σε συλλογικό επίπεδο. Ο αριστερός εξτρέμ υπήρξε “Πιστός Στρατιώτης Ryan” μόνο για την Manchester United καθώς οι σχέσεις του με το εθνικό συγκρότημα της χώρας του πέρασαν από πολλά κύματα. Για να καταλάβετε ο Giggs δεν είναι καν στην πρώτη δεκάδα σε συμμετοχές και γκολ με την εθνική ομάδα της χώρας του και δεν κατάφερε να βρεθεί ποτέ σε τελική φάση κάποιας μεγάλης διοργάνωσης .Η Εθνική Ουαλίας έτσι κι αλλιώς δεν προκρίνεται συχνά σε τελικές φάσεις τουρνουά αλλά όταν το κάνει, προκαλεί “θόρυβο”. Στη μοναδική συμμετοχή τους σε Μουντιάλ, το μακρινό 1958, οι Ουαλοί έφτασαν μέχρι τα προημιτελικά ενώ στην παρθενική τους συμμετοχή σε Euro πριν από 4 χρόνια, διέλυσαν όλα τα προγνωστικά φτάνοντας μέχρι τα ημιτελικά.

Αλλά ας γυρίσουμε στον Giggs. Παρά το γεγονός πως η καριέρα του ως διεθνή διήρκησε 16 ολόκληρα χρόνια, το αντίκτυπο του στην εθνική ήταν μικρό. Γεννημένος στο Κάρντιφ αλλα μεγαλωμένος στο Μάντσεστερ όπου μάλιστα έπαιζε στις ακαδημίες της City πριν μεταπηδήσει στη United, o Giggs είχε το δικαίωμα να αγωνιστεί με την εθνική Λυκείων της Αγγλίας, πράγμα που έκανε 9 φορές, όντας μάλιστα κι αρχηγός! Όταν όμως ήρθε η ώρα να επιλέξει εθνική ομάδα ουσιαστικά δεν είχε δικαίωμα να παίξει στην Αγγλία. Βέβαια, κι ο ίδιος έχει επιβεβαιώσει πως ήθελε να αγωνιστεί για την Ουαλία.

Το 1991 έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία μόλις 18 ετών αλλά σύντομα θα καταλάβαινε πως η πρόκριση σε τελική φάση κάποιας διοργάνωσης ήταν πολύ ζόρικη καθώς τα περισσότερα χρόνια οι συμπαίκτες του δεν πλησιάζαν ούτε κατά διάνοια το επίπεδο του. Τα πρώτα χρόνια στην εθνική είχε τους σπουδαίους επιθετικούς Ian Rush και Mark Hughes μπροστά του αλλά η ομάδα δεν είχε αξιόλογους αμυντικούς με αποτέλεσμα ότι και να έκανε η επιθετική γραμμή να προδιδόταν από την άμυνα. Τη δεκαετία του 1990, ο Giggs είχε ευπάθεια στους τραυματισμούς και δεν μπορούσε να παίξει παραπάνω από ένα παιχνίδι την εβδομάδα. Έτσι σε συνεννόηση με τον Sir Alex Ferguson αποφάσισε να μην δέχεται κλήσεις για τα φιλικά παιχνίδια της εθνικής του ομάδας! Όχι ακριβώς “Wales, Golf, Manchester, in that order” που θα έλεγε κι ο Gareth Bale!

O Giggs έφτασε πιο κοντά από ποτέ σε μια μεγάλη διοργάνωση στο Euro 2004. Η Ουαλία ξεκίνησε εξαιρετικά στην προκριματική διαδικασία με 4 νίκες στα πρώτα 4 ματς κερδίζοντας ακόμα και την Ιταλία στο Κάρντιφ! Στο δεύτερο γύρο όμως κατέρρευσε παίρνοντας μόλις 1 βαθμό. Ωστόσο, μπορούσε ακόμα να προκριθεί μέσω των μπαράζ κόντρα στη Ρωσία. Μετά τη λευκή ισοπαλία της Μόσχας οι Ουαλοί ήταν αισιόδοξοι πως στο Millenium θα έγραφαν ιστορία. Όλο το ματς παίχτηκε μεταξύ δύο παικτών του Ryan Giggs και του Vladimir Evseev με τον Ρώσο να αναδεικνύεται νικητής. Δοκάρι ο Giggs, γκολ ο Evseev. Αγκωνιά στον Evseev o Giggs και τιμωρία δύο αγωνιστικών, πρόκριση στα τελικά του Euro ο Evseev.

Ομολογουμένως ο Giggs δεν είχε ποτέ το κατάλληλο supporting cast δίπλα του. Καλύτεροι συμπαίκτες του υπήρξαν ο αείμνηστος Gary Speed, o Craig Bellamy, o Jason Koumas κι ο Robbie Savvage. Όταν κατέφθασε στο ποδοσφαιρικό προσκήνιο ο Gareth Bale πρωτίστως κι ο Aaron Ramsey δευτερεύοντως ο Giggs ήταν ήδη 34 ετών. Giggs και Bale πρόλαβαν να αγωνιστούν συμπαίκτες μόλις για 2 ματς με την εθνική Ουαλίας προτού ο Giggs βάλει τέλος στην καριέρα του με τα εθνικά χρώματα το 2007. Ο Bale θα πετύχαινε όλα αυτά που δεν μπόρεσε να καταφέρει ο Giggs (αν κι ακόμα ούτε ο Bale έχει παίξει σε Μουντιάλ), με το άστρο του να λάμπει στο Euro 2016. Πέτυχε τρία γκολ στα ματς των ομίλων όπου η Ουαλία διέλυσε με 3-0 τη Ρωσία παίρνοντας εκδίκηση για το 2004. Η Ουαλία του Bale έκανε το θαύμα στα προημιτελικά απέναντι στο Βέλγιο και έφτασε μέχρι τα ημιτελικά όπου και αποκλείστηκε από τους μετέπειτα Πρωταθλητές Ευρώπης, Πορτογάλους. Την ίδια εποχή ο Ryan Giggs ξεκινούσε την προπονητική του καριέρα, μετά από την θητεία του ως υπηρεσιακού στην Manchester United, δίχως όμως να τον εμπιστεύεται κάποια ομάδα.

Το 2018 η θέση του ομοσπονδιακού τεχνικού της Ουαλίας έμεινε κενή κι ο Ryan Giggs ήταν η προφανής επιλογή. Με τις ομάδες της τελικής φάσης του Euro να έχουν αυξηθεί στις 24 ο Giggs ειχε τη χρυσή ευκαιρία να βρεθεί στα τελικά έστω ως προπονητής κι αυτή τη φορά δεν την σπατάλησε. Όπως και το 2004 η πρόκριση κρίθηκε σε έναν εντός έδρα αγώνα στο Κάρντιφ κι ο Giggs πήρε την προσωπική του ρεβάνς κερδίζοντας με 2-0 την Ουγγαρία! Στην περίπτωση του η πορεία με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα έχει κι άλλα κεφάλαια που χρειάζεται να γραφτούν…

Henrikh Mkhitaryan – Αρμενία

One Man Country: Οι Ευρωπαίοι

Ο Henrikh Mkhitaryan γεννήθηκε στην πρωτεύουσα της Αρμενίας το Ερεβάν, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μέλος της εθνικής Γαλλίας αν η καριέρα του επίσης ποδοσφαιριστή πατέρα του δεν είχε σταματήσει λόγω όγκου στον εγκέφαλο. Ο Hamlet Mkhitaryan αγωνιζόταν με μεγάλη επιτυχία στο πρωτάθλημα της χώρας του κι ήταν σπουδαίος γκολτζής. Στις αρχές του 1990 με τη βοήθεια συμπατριωτών του, μετακόμισε στη Γαλλία για να παίξει σε ομάδα Αρμένιων μεταναστών βοηθώντας την να φτάσει μέχρι και την δεύτερη κατηγορία. Κάπου εκεί ο καρκίνος χτύπησε κι ο πατέρας του Henrikh Mkhitaryan επέλεξε να περάσει τα τελευταία του χρόνια στην πατρίδα του, κι έτσι η οικογένεια γύρισε πίσω.

Ο Henrikh Mkhitaryan ξεκίνησε το ποδόσφαιρο το 1995 στα τμήματα υποδομής της πιο διάσημης ομάδα της χωρας, της Pyunik. Ο πατέρας του “έφυγε” το 1996 σε ηλικία μόλις 33 ετών κι ο Henrikh συνέχισε να παίζει ποδόσφαιρο για να τον τιμήσει. Πήγε στην Ουκρανία και το Ντονέτσκ. Μεταπήδησε μόλις μετά από ένα χρόνο από την μικρή ομάδα της πόλης την Metalourgh στην μεγάλη, τη Shakhtar όπου έγινε και ευρέως γνωστός. Ακολούθησαν τεράστιες μεταγραφές σε Borussia Dortmund, Manchester United, Arsenal κι ο δανεισμός του στη Roma, που αγωνίζεται σήμερα. Οι συμπατριώτες του αναγνώρισαν αμέσως την αξία του δίνοντας του το περιβραχιόνιο του αρχηγού της εθνικής ομάδας μόλις στα 24 του χρόνια.

Ο “Μίκι” σήμερα είναι ο πρώτος σκόρερ της σύντομης ιστορίας της εθνικής Αρμενίας (συστάθηκε μόλις το 1994 μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης) με 29 τέρματα και τρίτος σε συμμετοχές. Ωστόσο, η τελική φάση διοργάνωσης είναι όνειρο απατηλό για τον Mkhitaryan. Το επίπεδο της ομάδας είναι πολύ χαμηλό με δεύτερο καλύτερο παίκτη της τον Gevorg Ghazaryan, που δεν μπόρεσε να κάνει τη διαφορά ούτε στο ελληνικό πρωτάθλημα.

Η Αρμενία διεκδίκησε πιο σοβαρά από ποτέ μια πρόκριση στα προκριματικά του Euro 2020, όπου βρέθηκε μάλιστα στον όμιλο της εθνικής μας. Το διπλό στην Αθήνα και την τεσσάρα στους Βόσνιους ακολούθησε η ισοπαλία με το Λιχτενστάιν κι η ήττα με κάτω τα χέρια από τους Φινλανδούς. Η εθνική μας ομάδα τους αποτελείωσε μέσα στο Ερεβάν και την τελευταία αγωνιστική απώλεσαν εντελώς την όποια θετική εικόνα είχαν ως τότε με την ντροπιαστική ήττα από τους Ιταλούς με 9-1! Η καριέρα του “Μίκι” μαθηματικά οδεύει προς μια σπουδαία πορεία με τους συλλόγους του αλλά με την εθνική του ομάδα μπορεί να ελπίζει μόνο στην κατάρριψη ατομικών ρεκόρ.

Jan Oblak – Σλοβενία

One Man Country: Οι Ευρωπαίοι
Η περίπτωση του Jan Oblak δεν είναι πρωτοφανής στα χρονικά της Σλοβενίας. Στη δεκαετία του 1990 ο Zlatko Zahovic, που πέρασε κι από τον Ολυμπιακό ήταν ένα τεράστιο ταλέντο το οποίο θα μπορούσε να είχε κάνει πολύ περισσότερα αν είχε διαφορετική καταγωγή (και μυαλό στη θέση του). Με 80 συμμετοχές και 35 γκολ (πρώτος σκόρερ στην ιστορία) ο τρελό-Zlatko είναι ο πιο επιτυχημένος Σλοβένος ποδοσφαιριστής από τότε που η χώρα ανεξαρτητοποιήθηκε από την ενωμένη Γιουγκοσλαβία (1991). Και τώρα έρχεται ένας τερματοφύλακας να αμφισβητήσει τα πρωτεία του. Ο Oblak ξεκίνησε την επαγγελματική καριέρα του στην Ολίμπια Λιουμπλιάνας το 2009, όταν και συνάντησε τον πρώτο ποδοσφαιρικό του μέντορα, τον Robert Volk. O 43χρονος τότε Volk ήταν αναπληρωματικός τερματοφύλακας αλλά και προπονητής τερματοφυλάκων της Ολίμπια και μετά από μερικές προπονήσεις με τον 16χρονο Oblak δήλωσε ότι ο μικρός είναι καλύτερος του κι ήρθε η ώρα να αποσυρθεί για να του δώσει την ευκαιρία να αγωνιστεί! Σύντομα, ο Oblak εντυπωσιάσε τους ανθρώπους της Benfica, που τον έκανε δικό της άμεσα. Στους “Αετούς της Λισαβόνας” ο Oblak θα συστηνόταν στο ευρωπαϊκό κοινό και θα κέρδιζε μια δεύτερη σπουδαία μεταγραφή στην Atletico de Madrid, όπου παραμένει ως σήμερα.

Τα 16 εκατομμύρια € που δαπανήθηκαν τότε, τον έκαναν τον πιο ακριβό τερματοφύλακα στην ιστορία του ισπανικού πρωταθλήματος. Την πρώτη του χρονιά ήταν αναπληρωματικός πίσω από τον Miguel Moya αλλά γρήγορα τον πέρασε στην ιεραρχία. Το ντεμπούτο του πάντως ήταν τραυματικό: ήττα με 3-2 στους ομίλους του Champions League στο “Καραϊσκάκης”, την οποία μάλιστα χρεώθηκε άδικα, κυρίως για την κακή αντίδραση του στο γκολ του Μαζουακού. Επέστρεψε κάτω από τα δοκάρια σχεδόν έξι μήνες αργότερα τον Μάρτιο του 2015 κι έκτοτε δεν ξαναβγήκε από την ενδεκάδα. Ο Oblak απέκτησε σύντομα τη φήμη ενός πολύ σταθερού τερματοφύλακα, με σήμα κατατεθέν του τις γεμάτες ένταση εκτινάξεις του. Κατέκτησε 4 συνεχόμενες χρονιές (2015-2018) το βραβείο του καλύτερου τερματοφύλακα της La Liga ενώ για τις ίδιες χρονιές αναδείχθηκε ως ο καλύτερος Σλοβένος ποδοσφαιριστής. Στα πρώτα του βήματα με την εθνική ομάδα είχε την πολύ μεγάλη τύχη να έχει για μέντορα του τον σπουδαίο τερματοφύλακα της Inter, Samir Handanovic. Ο Oblak ήταν αναπληρωματικός του μέχρι το 2015 με την Σλοβενία να έχει την τύχη να διαθέτει δύο world-class keepers αλλά σχεδόν τίποτα άλλο. Βέβαια, το βαλκανικό κράτος δεν είναι Μπουρουντί ή Λιβερία, όπως λέγαμε στο προηγούμενο άρθρο. Έχει τις σποραδικές του συμμετοχές όπως στο Euro 2000 και τα Μουντιαλ των 2002 και 2010. Για τα δύο πρώτα ευθύνεται κυρίως ο Zahovic οπότε ο Oblak όντας πλέον ο αρχηγός της εθνικής, ξέρει ότι χρειάζεται να οδηγήσει κι αυτός τη Σλοβενία σε κάποια τελική φάση τουρνουά αν θέλει να λογίζεται τουλάχιστον ισάξιος του. Έχει κάνει πάντως μια καλή αρχή θεωρούμενος από πολλούς ως “ο καλύτερος τερματοφύλακας του κόσμου”, δεν νομίζετε;

Ίσως κάποιοι πουν πως οι συγκεκριμένοι παίκτες ατύχησαν από πλευράς διεκδίκησης τροπαίων κι επιτυχιών με τα εθνικά τους συγκροτήματα λόγω καταγωγής. Σίγουρα. Αυτά όμως που κέρδισαν και κερδίζουν σε εκτίμηση από τους συμπατριώτες τους κι αυτά που ανταπέδωσαν στη χώρα τους δεν μπορούν να μετρηθούν με καμία συμμετοχή σε Μουντιάλ.