Hey, Mr. Carter…

vince carter

Η επίσημη ανακοίνωση του πλάνου επιστροφής του NBA στην δράση, έπειτα από το αναγκαστικό διάλειμμα που πραγματοποίησε το τελευταίο τρίμηνο λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, εκτός από το ότι θα έχουμε κανονική ολοκλήρωση της σεζόν μέσα στο φθινόπωρο του 2020, σημαίνει και κάτι ακόμα, που ίσως να μην έχουμε συνειδητοποιήσει: Η καριέρα του Vince Carter έφτασε στο τέλος της.

Στις 11 Μαρτίου, την ώρα που παιζόταν ο αγώνας των Atlanta Hawks με τους New York Knicks στην έδρα των Hawks, γίνεται γνωστή η απόφαση της λίγκας να αναβάλλει επ αόριστον την αγωνιστική δράση. Ο αγώνας θα τελειώσει και δεν ξέρει κανείς πότε θα ξαναρχίσει η σεζόν. Με τους Knicks να προηγούνται στην παράταση, ο κόσμος, ο οποίος είχε φυσικά διαβάσει τι θα γίνει, έχει μία και μόνο απαίτηση. Φυσικά και δεν είναι η νίκη, άλλωστε οι Hawks μόνο αυτές τις βλέψεις δεν είχαν την φετινή σεζόν:

“We want Vince! We want Vince! We want Vince!”

O κόουτς Lloyd Pierce βάζει τον 43χρονο Vince στο γήπεδο, εν μέσω αποθέωσης. Το παιχνίδι έχει κριθεί, και παίρνει ένα – τελευταίο; ούτε ο ίδιος ήξερε τότε – τρίποντο. Μέσα. Λήξη αγώνα. Αποθέωση από το μισοάδειο γήπεδο, αγκαλιές από όλους του παίκτες και των δύο ομάδων.

Τρεις μήνες μετά, συνειδητοποιούμε ότι έτσι, αθόρυβα, αλλά και πολύ όμορφα, τελείωσε η καριέρα ενός εκ των πιο απολαυστικών παικτών που είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε, ειδικά όσοι από εμάς ξεκινήσαμε να παρακολουθούμε – λόγω ηλικίας – NBA στα 00s. Ήταν τότε που το άστρο του Air Canada άρχισε να λάμπτει.

Ο Vince Carter νομίζω πως έχει να υπερηφανεύεται ιδιαίτερα για δύο βασικά κατορθώματα στην καρίερα του. Ας ξεκινήσουμε από το πιο πρόσφατο.

Απίστευτη διάρκεια. Ο Vinsanity έχει να λέει ότι κατάφερε να μείνει στο κορυφαίο πρωτάθλημα του πλανήτη περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο αθλητή στην ιστορία του. O Vince Carter ξεκίνησε να παίζει μπάσκετ το 1998 και το έκανε με συνέπεια για 22 χρόνια και σε 4 διαφορετικές δεκαετίες! Και στις δύο περιπτώσεις, αυτό είναι ένα κατόρθωμα που δεν έχει καταφέρει κανείς άλλος παίκτης στην ιστορία του NBA. Το σημαντικότερο στοιχείο σε αυτό που κατάφερε ο Carter είναι ότι σε όλα αυτά τα 22 χρόνια, ποτέ δεν θεωρήθηκε ότι δεν είχε θέση στην λίγκα ή έτρωγε ίσως – εξαιτίας του ονόματός του – την θέση ενός μικρότερου αθλητή. O Carter είχε εντυπωσιακά σταθερή διάρκεια. Μιλώντας με καθαρή “λογιστική” και κοιτώντας μόνο τους αριθμούς, βλέπουμε πως ο Carter ποτέ δεν βρέθηκε σε ένα ροστερ απλά για να το γεμίζει. Ακόμα και στις 3 τελευταίες του σεζόν, μια στο Sacramento και δύο στην Atlanta, αγωνίστηκε πάνω από 14 λεπτά μεσο όρο ανά αγώνα, προσφέροντας φυσικά και την εμπειρία του ως βετεράνος σε δύο ομάδες που αν μη τι άλλο, το είχαν ανάγκη.




Κοιτώντας πίσω από τους αριθμούς της πορείας της καριέρας του, o Vince Carter δεν κατάφερε μόνο να έχει αξιοσημείωτη διάρκεια στην λίγκα, αλλά το έκανε αλλάζοντας το παιχνίδι του δύο φορές δημιουργώντας τρεις διακριτές φάσεις της καριέρας του. Μπαίνοντας στην λίγκα ο Vince ήταν ένας εκρηκτικός και αθλητικός slasher, ο οποιος κυριαρχούσε με την ταχύτητα και κυρίως την… κάθετη διάσταση που έδινε στο παιχνίδι του. Εκείνη ήταν η εποχή του prime scorer Carter, του Vinsanity, ο οποίος στο Toronto και εν συνεχεία στο New Jersey ήταν ο ηγέτης και το βαρύ πυροβολικό της ομάδας του. Το 2009, στην 12η του σεζόν στη λίγκα και ύστερα από την μετακίνηση του στο Orlando, ο Carter είδε το πρώτο δίλημμα της καριέρας του, καθώς το περίφημο “bounce” του άρχισε να τον εγκαταλείπει. O Carter αποφάσισε να αλλάξει το παιχνίδι του, να απομακρυνθεί από την ρακέτα και να εξελίξει κι άλλο το, ήδη αξιόλογο, outside παιχνίδι του. Η τρίτη αλλαγή ήρθε στο Memphis. Εκεί ήταν το καμπανάκι της τελικής ευθείας, της διαδικασίας αλλαγής που ξεκίνησε στο Orlando, και εκεί δεν αρκούσε απλώς για τον Vince να αλλάξει το παιχνίδι του για να επιβιώσει, αλλά θα έπρεπε να αλλάξει κυρίως το μυαλό του. Το στοιχείο που θαυμάζω στον Carter είναι ακριβώς αυτό. Όταν είδε το δίλημμα “να αποσυρθώ στα 16 χρόνια ως 6-7ος παίκτης του rotation ή να δεχτώ έναν ρόλο που σπάνια θα δεχτεί ένας πρώην superstar και να παίξω αλλά 5-6 χρόνια μπάσκετ υψηλού επίπεδου” ή απόφαση ήταν εύκολη. Έκανε αυτό που ο Melo ήταν ίσως πολύ εγωιστής να κάνει μέχρι την φετινή σεζόν. Να παραδεχτεί ότι θα δώσει πολύ περισσότερα όντας ρεαλιστής πάρα…περήφανος. Ο Carter αγαπάει υπερβολικά πολύ το παιχνίδι για να το αφήσει επειδή δεν ήταν αυτός που ήταν όταν φόρτωνε τα καλάθια στους Raptors και τους Nets. Ήθελε αυτήν την αγάπη να την μεταδόσει σε νέες ομάδες και φυσικά να αγωνιστεί όσο περισσότερο μπορούσε σε αυτήν την διαδικασία. Δεν ήθελε να παίζει 5 λεπτά ανά αγώνα σε μια ομάδα απλά και μόνο για να διεκδικήσει έναν τίτλο. Και αυτό ίσως να του στοίχησε το δαχτυλίδι, αλλά κέρδισε τον σεβασμό όλων.

Πέρα όμως από την διάρκεια, δεν μπορούμε παρά να αναφερθούμε στο “The Carter Effect”. Ερχόμενος στην πόλη του Τορόντο, το καλοκαίρι του 1998, στην αρχή της lockout shortened σεζόν του 1998 – 99, ο Vince Carter δεν θα μπορούσε να φανταστεί με κανέναν τρόπο όλα όσα θα σήμαινε ο ερχομός του για την αθλητική ταυτότητα της Καναδικής πόλης αλλά και του Καναδά γενικότερα. Σε αυτήν την περίεργη και οριακά… αμπάσκετη συνθήκη που τον βρήκε, ο Carter όχι απλώς κατάφερε να λάμψει o ίδιος, αλλά κατάφερε να κάνει μία ολόκληρη χώρα να βρει την μπασκετική της κουλτούρα και να αγκαλιάσει τον Βενιαμίν του NBA, τους Raptors, με ένα τέτοιο πάθος και έναν τρόπο που δεν τον έβρισκες στην νότια πλευρά των συνόρων και τις Αμερικανικές ομάδες.

Η σαρωτική του εμφάνιση στον διαγωνισμό καρφωμάτων του 2000 αυτόματα τον έκανε ένα από τα πιο καυτά ονόματα σε ολο το NBA, το οποίο έψαχνε για τον νέο μεγάλο guard αστέρα μετά την απόσυρση του Michael Jordan, και αν και ο Kobe είχε το δολοφονικό ένστικτο ή ο Iverson είχε την λάμψη στο παιχνίδι, ο Carter είχε σίγουρα την ικανότητα να πετάει στον αέρα σαν ένα ανθρώπινο ανεμόπτερο. Τότε ήταν που γεννήθηκε ο μύθος του “half man half amazing” και από το πουθενά το Toronto βρέθηκε στο επίκεντρο της μπασκετικής ποπ κουλτούρας και “αναγκάστηκε” να αγαπήσει και να αγκαλιάσει το μπάσκετ. Όλα αυτά χάρη σε έναν highflying guard από τους Tar Heels της Βόρειας Καρολίνας.

Ο Vince Carter ίσως και να έζησε μία ιδανική πορεία στο NBA. Βλέποντας όμως την πορεία του στο κορυφαίο πρωτάθλημα του πλανήτη, υπάρχουν δύο γεγονότα που σίγουρα θα λείψουν από μία κατά τα άλλα άξια για Hall of Fame καριέρα. Από την μία είναι το προφανές, ένα πρωτάθλημα. Ο Carter δεν το κατάφερε. Στο Toronto, ίσως έφτασε ένα σουτ μακριά από τους Τελικούς του NBA, γιατί αν πέρναγαν τους Sixers, οι Bucks ίσως και να ήταν λίγο πιο εύκολος αντίπαλος στους τελικούς ανατολής. Εντελώς ειρωνικά, θα έκαναν την ίδια ακριβώς πορεία που οδήγησε τους Raptors του Kawhi στον τίτλο του 2019: Αποκλεισμός των Sixers στο τελευταίο σουτ, αποκλεισμός των Bucks, και τελικοί με ομάδα από την Καλιφόρνια. Τελικά τίποτα από αυτά δεν έγινε. Στο New Jersey, όσο και στο Orlando, o Vince έφτασε μετά την συμμετοχή της ομάδας στους Τελικούς το NBA, με στόχο, και στις δύο περιπτώσεις να αποτελέσει την προσθήκη – κλειδί. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, και τελικά το πρωτάθλημα έμεινε ένα όνειρο.

Το δεύτερο; Ο τρόπος που έληξαν οι σχέσεις του Air Canada με την ομάδα που ο ίδιος γιγάντωσε και ότι ποτέ δεν υπήρξε η ευκαιρία για την επανόρθωση. Οι σχέσεις μεταξύ Vinsanity και Toronto χάλασαν, ίσως και ανεπανόρθωτα, όταν αποφάσισε, την ημέρα του Game 7 των ημιτελικών Ανατολής με τους Sixers, του πιο κρίσιμου αγώνα στην ιστορία των Raptors και της ως τώρα καριέρας του Carter, να ταξιδέψει στην Βόρεια Καρολίνα για να παραστεί στην ορκομωσία του. Αυτή του η απόφαση δεν θα είχε σημασία αν έβαζε αυτό το τελευταίο σουτ, 1.8 δευτερόλεπτα πριν το τέλος του αγώνα, το σουτ που τελικά βρήκε σίδερο, σταμάτησε την πορεία των Raptors, και άλλαξε ίσως και την πορεία της καριέρας του Carter.

Όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος, και ο Carter έγινε αυτός που έβαλε την ομάδα κάτω από τον εαυτό του. Και δεν κατάφερε να γυρίσει ποτέ την κατάσταση με το μέρος του. Αυτή η απόφαση τον οδήγησε εκτός Toronto μετά από δύο χρόνια, αυτή η απόφαση έκλεισε την πόρτα σε μια πιθανή επιστροφή του στον Καναδά και αυτή η απόφαση, όσο άδικο και να φαίνεται, θα τον αφήσει με μια μικρή πικρία. Η ρετσινιά του “quitter”, του ανθρώπου που εγκατέλειψε το Toronto, αν και η αλήθεια είναι πως οι Raptors τον εγκατέλειψαν πρώτοι. Οι αλλαγές στο front office και ο ερχομός του Chris Bosh τον έκαναν τον εύκολο στόχο, στην προσπάθεια της ομάδας να αλλαξει προς το καλύτερο.

Δεν έχει σημασία να σταθούμε στο ποιος φταίει και γιατί. Σίγουρα θα το κάνουν πολλοί άλλοι. Όμως είναι πολύ κρίμα για μια τόσο ξεχωριστή σχέση να τελειώσει με αυτόν τον τρόπο. Με μια πικρία εκ μέρους του Vince και μια στοχοποίηση εκ μέρους των φίλων των Raptors. Η ευκαιρία για επανόρθωση δεν ήρθε ποτέ, και σίγουρα αυτό θα είναι στενάχωρο. Είναι σίγουρα για όλους όσους μας αρέσει μια ωραία ιστορία, μια ιστορία με happy end. Οχι απαραίτητα θριαμβευτικό happy end. Απλά χαρούμενο, απλά μια ιστορία επανασύνδεσης και αμοιβαίας εκτίμησης.

Ο, τι αξία έχει αυτό που θα πω, νομίζω οτι το Toronto έχει ξεχάσει την πικρία πλέον. Ο Vince το είχε κάνει πολύ καιρό νωρίτερα. Και το είχε κάνει γιατί στο μυαλό του τίποτα δεν ήταν μεγαλύτερο από το παιχνίδι, και μόνο έτσι θα μπορούσε να αφιερωθεί στο να πάρει όσα περισσότερα μπορούσε για όσο περισσότερο γινόταν, στο δικό του, πορτοκαλί, ελιξήριο της νιότης.