Εξελίσσοντας το μπάσκετ σε 7 δευτερόλεπτα (ή και λιγότερο)

Εξελίσσοντας το μπάσκετ σε 7 δευτερόλεπτα (ή και λιγότερο)

Ο Steve Nash, o Mike D’Antoni και ο Amar’e Stoudemire από τη νέα σεζόν θα βρίσκονται μαζί στο προπονητικό τιμ των Brooklyn Nets. O άλλοτε PG των Suns θα αναλάβει την πρώτη του δουλειά ως head coach, ενώ δίπλα του, στον ρόλο του βοηθού προπονητή θα βρίσκονται ο παρτενέρ του στα πικ εν ρολ, Amar’e, και ο άλλοτε προπονητής του, D’Antoni. Η τριπλέτα αυτή θα προσπαθήσει να ηγηθεί της νέας εποχής των Nets και να καταφέρει από τον πάγκο να φτάσει στην κορυφή της κατάκτησης ενός πρωταθλήματος, κατόρθωμα που σίγουρα θα τους είχε μείνει ως απωθημένο από την συμπόρευσή τους στην ομάδα της Αριζόνα. Ήταν εκείνη η ομάδα που με αυτούς τους τρεις ως βασικούς πυλώνες προσπάθησε να αλλάξει τον τρόπο που παίζεται το σύγχρονο μπάσκετ και που πλέον θεωρείται, χωρίς υπερβολή, η ομάδα που γέννησε τον σύγχρονο τρόπο παιχνιδιού που αποθέωσαν οι Golden State Warriors και που κατέληξε να θεωρείται η “νόρμα”. Η ομαδα που είχε ως ευαγγέλιο τις έννοιες του “pace and space” και των γρήγορων πλην όμως σωστών και όχι βιαστικών, επιθέσεων. Oι “7 seconds or less” Phoenix Suns.

Η ιστορία εκείνης της ομάδας ξεκινάει οταν ο Mike D’Antoni, βοηθός του τότε προπονητή των Suns Frank Johnson, έγινε πρώτος προπονητής στην ομάδα από την Αριζόνα στις αρχές της σεζόν 2003-04. Έπειτά από μία σχετικά αδιάφορη πρώτη (κάτι σαν) σεζόν του στον πάγκο των Suns, ο D’Antoni έκανε όσα χρειάστηκαν και ανανέωσε το συμβόλαιό του με τους “Ήλιους” και αποτινάσσοντας την ταμπέλα του “προσωρινού” από πάνω του, μπόρεσε να ξεκινήσει να παίζει το μπάσκετ το οποίο ήθελε ο ίδιος να παίξει. Η ομάδα του Phoenix διέθετε ήδη στο ρόστερ της δύο αρκετά σημαντικά γρανάζια, τον Joe Johnson και τον Amar’e Stoudemire, δύο παίκτες ιδανικούς να υπηρετήσουν ένα γρηγορότερο είδος μπάσκετ, το οποίο θα προσπαθούσε να αντιτάξει στο καθιερωμένο τότε βαρετό και προβλέψιμο – αλλά γνώριμο σε όλους – “παραδοσιακό” μπάσκετ, το οποίο βασιζόταν σε παίκτες που είχαν διακριτές λειτουργίες σε συγκεκριμένα σημεία του γηπέδου. Ο ψηλός ήταν ο άρχοντας της ρακέτας και 9/10 φορές η πρώτη επιλογή των πάντων στην επίθεση (όποιοι έχουν παίξει μπάσκετ σίγουρα θα έχουν ακούσει τους προπονητές τους να θεωρούν ύψιστης σημασία το “να ακουμπήσουμε την μπάλα στον ψηλό”), ο πλέι μέικερ ήταν ο οργανωτής και τα φτερά ζουσαν και πέθαιναν από το mid-range (πλέον το λιγότερο οικονομικό σουτ στο μπάσκετ) και τα corner 3s. Λίγες φορές παρέκκλιναν οι ομάδες από αυτό το μπάσκετ και συνήθως αυτό γινόταν επειδή υπήρχαν παίκτες – αστέρες που έπρεπε να έχουν την μπάλα στα χέρια τους, ακόμα κι αν δεν ήταν οι βασικοί ball handlers, κάτι που στις καλές ομάδες έμπαινε πάντα στα πλαίσια του “παραδοσιακού” slow paced μπάσκετ και στις κακές ομάδες έμπαινε στα πλαίσια του βιασμού του αθλήματος και του ανεξέλεγκτου hero ball. Ακόμα θυμάμαι να βλέπω ένα Wizards – Magic (το παιχνίδι που ο Tracy McGrady έκανε career high) πριν μερικούς μήνες, στο οποίο το θέαμα των Arenas – McGrady να παίρνουν το ένα iso μετά το άλλο και τους υπόλοιπους παίκτες που αγωνίστηκαν να μην ξέρουν τι να κάνουν με την μπάλα στα χέρια τους συνετέλεσε σε μία από τις πιο βασανιστικά επίπονες ώρες της ζωής μου, τουλάχιστον μεταξύ αυτών των ωρών που έχω κάτσει να παρακολουθήσω μπάσκετ.

Πίσω στο Phoenix όμως. Ο D’Antoni είχε αποφασίσει μετά το πέρασμά του από την Ιταλία και την Milano ως παίκτης ότι το μπάσκετ που του ταιριάζει θα παίζεται σε γρήγορο τέμπο και θα προσπαθήσει να “αγκαλιάσει” την έννοια του τριπόντου, το οποίο πολύς κόσμος απέφευγε για πολύ καιρό μετά την καθιέρωσή του, όπως ο διάολος το λιβάνι. Όπως είχε πει και σε συνέντευξή του στο Business Insider “αποφάσισα πως εγώ έτσι θέλω να παίζουν οι ομάδες μου μπάσκετ, και μπορούν να πάνε στο διάολο οι συνέπειες της απόφασης μου αυτής”.  Για να μπορέσει βέβαια να πει κάτι τέτοιο με ασφάλεια έπρεπε να βρεθεί και στο κατάλληλο περιβάλλον, και ο Jerry Colangelo στο Phoenix για πρώτη φορά του προσέφερε κάτι τέτοιο. Βασικό στοιχείο αυτού που ήθελε να παίξει ο D’Antoni, δηλαδή της διαρκούς προσπάθειας για τη δημιουργία ανισορροπιών στην επίθεση με βάση των πάντων το πικ εν ρολ ήταν ένας δημιουργός που είχε την ευφυία αλλά και την ταχύτητα στο μυαλό και τα χέρια να ανοίγει το γήπεδο κατά το δοκούν, να βλέπει διαρκώς τον χώρο και πως αυτός διαμορφώνεται και να βρίσκει τον σωστό παίκτη όχι απλώς τη σωστή στιγμή αλλά και ει δυνατόν ένα κλικ γρηγορότερα από εκείνη. Αρκετά στοιχεία του μπάσκετ είναι απλά μαθηματικά, και όπως το 3 είναι μεγαλύτερο του 2, έτσι και οι επιθέσεις που ολοκληρώνονται – σωστά – σε μικρότερο χρόνο από τα 24 δευτερόλεπτα που έχει μία ομάδα διαθέσιμα, αφήνουν χρόνο στο τραπέζι για να τον εκμεταλλευτούν σε επόμενες κατοχές. Περισσότερες κατοχές σημαίνει περισσότερες προσπάθειες στο καλάθι και περισσότερες προσπάθειες στο καλάθι σημαίνει περισσότερο σκορ, αν όλα πάνε καλά. Βασικές αρχές που πλέον τις θεωρούμε δεδομένες, αλλά που παλιότερα αντίβαιναν στην λογική του κάνουμε όσο το δυνατόν πιο safe επιθέσεις, ακόμα κι αν πρέπει να εξαντλήσουμε τον χρόνο για να βρούμε το καλύτερο δυνατό look για τον παίκτη μας.

Αυτός ο άνθρωπος ήρθε από το Ντάλας, ήταν Καναδός και άκουγε στο όνομα Steve Nash. Ο Nash ταίριαξε σαν γάντι στην επίθεση των Suns και με την παρουσία του το οικοδόμημα του D’Antoni έκανε μία ιδανική σεζόν 2004 – 05, στην οποία το Phoenix τελείωσε με 62 νίκες και 20 ήττες, το καλύτερο ρεκόρ στην λίγκα. Oι Suns με τον Nash ως μαέστρο και τον Amar’e Stoudemire να έχει μεταλλαχτεί από έναν αθλητικό και λίγο oversized Power Forward στον σέντερ του μέλλοντος κυριάρχησαν. Ο Amar’e ήταν υπερβολικά γρήγορος και υπερβολικά αθλητικός για το 90% των αντιπάλων του στη θέση 5, κάτι που έκανε το pick n’ roll με τον Nash ίσως το φονικότερο επιθετικό όπλο στο σύγχρονο μπάσκετ, και ο, τι καλύτερο είχαμε δει σε εκτέλεση μετά από τον συνδυασμό των John Stockton και Karl Malone. Οι αντίπαλες ομάδες ήξεραν ότι αν δεν τους σκότωνε ο Amar’e, οι Suns διέθεταν τον Joe Johnson, τον Quentin Richardson και τον Shawn Marion, τρεις πάνω του μέσου όρου κινδύνους από την γραμμή των 3 πόντων να τους απειλήσουν. Το 2005 ο Amar’e για πρώτη φορά έγινε All-Star, o Νash MVP και ο D’Antoni Προπονητής της Σεζόν. Η ομάδα του Phoenix έφτασε μέχρι τους Τελικούς της Δύσης, όμως λίγο ο τραυματισμός του Joe Johnson, λίγο η ανετοιμότητά τους στο να προσαρμόσουν το παιχνίδι τους όταν οι συνθήκες το απαιτούν, τους είδαν να αποκλείονται από το San Antonio, το οποίο πήρε και εν τέλει το πρωτάθλημα.

Η σεζόν 2005  – 06 μπορεί να είδε τους Suns σε άλλη μία συμμετοχή σε Τελικούς Περιφέρειας, όμως ο Amar’e έλειπε στο μεγαλύτερο μέρος της εξαιτίας εγχείρησης στο γόνατο, ο Joe Johnson είχε φύγει για άλλες πολιτείες και ο Steve Nash είχε μείνει μόνος και έκανε για άλλη μια χρονιά τα πάντα, παίρνοντας το δεύτερο συνεχόμενο βραβείο MVP του. Η σεζόν αυτή μάλλον θεωρείται υπέρβαση (σε μία άκρως μέτρια Δύση, της οποίας oι Suns ξεχώρισαν πραγματικά ασθμαίνοντας) παρά ευκαιρία για τους Suns, με την πραγματικά χαμένη ευκαιρία να παρουσιάζεται την αμέσως επόμενη χρονιά. Η 3η ολοκληρωμένη περίοδος του πειράματος D’Antoni είδε τους Suns να βγαίνουν 2οι στη Δύση, τον Nash με τον Amar’e να γίνονται το πρώτο δίδυμο παικτών στην All-NBA ομάδα μετά τους Shaq και Kobe και τον D’Antoni να παίρνει το δεύτερο βραβείο Προπονητή της Χρονιάς. Τα playoffs είναι εκεί που η ιστορία γίνεται δραματική. Εκείνη τη σεζόν μπορεί να ήταν φαινομενικά η χειρότερη από τις τρεις από άποψη επίδοσης, όμως ο αποκλεισμός στα ημιτελικά της Δύσης φάνηκε σαν ήττα στους Τελικούς του NBA. Γιατί για πολύ κόσμο, η σειρά εκείνη με τους Spurs ήταν όντως οι άτυποι Τελικοί. Σημείο κλειδί σε όλη τη χρονιά των Suns θα είναι το 4ο παιχνίδι της σειράς, στο οποίο η ομάδα του Phoenix κερδίζει και επανακτά το πλεονέκτημα έδρας, όμως παίρνει μια Πύρρειο νίκη. Στο τέλος του αγώνα ο Steve Nash θα βρεθεί στο έδαφος έπειτα από βρώμικο αντιαθλητικό φάουλ του Robert Horry. Ο Amar’e Stoudemire και ο Boris Diaw θα μπουν στο γήπεδο από τον πάγκο ενώ την ιδια ώρα θα προκληθεί μια μικρή ένταση, με το NBA να αποφασίζει να τιμωρήσει με ένα αγώνα αποκλεισμό τους δύο παίκτες. Το πέμπτο παιχνίδι, το οποίο γίνεται στην έδρα των Suns θα δει τους Spurs να εκμεταλλεύονται τις απουσίες των δυο βασικών γραναζιών του Phoenix και να ανακτούν το πλεονέκτημα έδρας, κλειδώνοντας στο επόμενο παιχνίδι την πρόκριση στα Τελικά. Οι Suns, με την διπλή τιμωρία έχασαν το μομέντουμ τους σε μια χρονιά που έμοιαζαν έτοιμοι για την υπέρβαση και που όλο το υπόλοιπο πεδίο, ειδικά μετά τον σοκαριστικό αποκλεισμό των Mavericks από τους Warriors, έδειχνε ένα επίπεδο κάτω. Η επόμενη χρονιά ήταν η αρχή του τέλους. Ο ερχομός του Shaquille O’Neal αντί του Shawn Marion δεν ήταν αυτό που χρειάζονταν οι Suns για να κερδίσουν τους Spurs και ο άδοξος αποκλεισμός στον πρώτο γύρο των playoffs οδήγησε και στην φυγή του Mike D’Antoni για τη Νέα Υόρκη και τους New York Knicks. Το τέλος των 7 Seconds Or Less Suns είχε ουσιαστικά έρθει.

Πάμε όμως να μιλήσουμε λίγο με νούμερα για το πόσο διαφορετικοί ήταν οι Suns από την υπόλοιπη λίγκα. Τις τρεις σεζόν που θεωρούνται η “Χρυσή Εποχή” των 7 Seconds Or Less Phoenix Suns, η ομάδα του D’Antoni ήταν η πιο παραγωγική επιθετικά ομάδα της λίγκας. Τις σεζόν 2004 και 2006 οι Suns ήταν πρώτοι στο Offensive Rating, δηλαδή στους πόντους ανά 100 κατοχές, ενώ την σεζόν 2005-06 ήταν δεύτεροι. Επιπρόσθετα οι Suns της περιόδου 2004 – 06 ήταν πρώτη ομάδα στον αγωνιστικό ρυθμό, δηλαδή στις πόσες κατοχές βγάζει μία ομάδα ανά έναν 48λεπτο αγώνα, ενώ την τρίτη σεζόν έπεσαν στην τρίτη θέση (πίσω από τους Warriors του Don Nelson, του ανθρώπου που θεωρείται ο “μπαμπάς” του run n’ gun παιχνιδιού και τους Nuggets του George Karl και των Melo-Iverson), βέβαια χωρίς να μειωθούν αισθητά οι αιρθμοί τους (μόλις 0,3 κατοχές λιγότερες ανά αγώνα). Για να μπει σε μία αντιστοιχία, η λίγκα κατά μέσο όρο εκείνα τα χρόνια “έπαιζε” στις 91-92 κατοχές ανά αγώνα, ενώ το Offensive Rating των τριών σεζόν ήταν στους 106 πόντους ανά 100 κατοχές. Oι Suns δεν είχαν απλώς τις περισσότερες κατοχές από τις άλλες ομάδες, αλλά δοκίμαζαν να εκτελέσουν και τα περισσότερα τρίποντα. Στα τρία χρόνια που επικεντρώνεται το κείμενο, οι Suns έπαιρναν σχεδόν το 30%  των προσπαθειών τους από πίσω από την γραμμή του τριπόντου, κάτι που προφανώς τους έβγαζε στην κορυφή της λίγκας σε αυτόν τον τομέα. Η “Υψηλών οκτανίων” επίθεση όμως ήταν μόνο το ένα κομμάτι της εξίσωσης και το ένα κομμάτι της επιτυχίας. Προφανώς και ο αδύναμος κρίκος του όλου θέματος ήταν η άμυνα, στην οποία ο D’Antoni και οι παίκτες του δεν ήθελαν να “επενδύσουν” προσπάθεια και φαιά ουσία. Η διαφορά μίας εξαιρετικής από μία πρωταθληματική ομάδα άλλωστε είναι η προσαρμοστικότητα και σε αυτήν την περίπτωση, οι Suns έδειξαν πως δεν νοιαζόντουσαν τόσο να “σκληρήνουν” όταν το σήκωνε η περίσταση. Για άλλους, απλά ίσχυε η φράση “η επίθεση κερδίζει αγώνες αλλά η άμυνα πρωταθλήματα” και οι Suns ήταν ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εκείνης της εποχής, προς απογοήτευση και πείσμα του Mike D’Antoni.

Εξελίσσοντας το μπάσκετ σε 7 δευτερόλεπτα (ή και λιγότερο)

Πηγη: Basketball-Reference.com

Δεν είναι τυχαίο που η ομάδα που τελειοποίησε αυτή τη φιλοσοφία, οι Warriors του Steve Kerr, ήταν 1η στο Defensive Rating τη σεζόν 2014-15, 5η τη σεζον 2015-16 και 2η τη σεζον 2016-17, δείχνοντας ξεκάθαρα τη δέουσα προσοχή και στις δύο πλευρές του παρκέ και γινόμενη πραγματικά elite και στην άμυνα, έχοντας βέβαια και τους ανάλογους παίκτες – εργαλεία ώστε να το καταφέρει. O ίδιος ο Kerr θα υποστηρίξει ότι αν και προφανώς η φιλοσοφία τους και η οπτική τους για το μπάσκετ είναι η ίδια, η επίθεση των διαδοχικών pick n rolls και της υψηλής ταχύτητας του D’Antoni ήταν απλά ενα κομμάτι της συνολικής μπασκετικής επανάστασης που έφεραν οι Warriors με την ταυτότητα μπάσκετ που λάνσαραν. Σε κάθε περίπτωση όμως, η βάση έμπνευσης είναι όντως εκεί και αν κοιτάξουμε ποια ομάδα έχει έστω και την ελάχιστη σχέση με το μπάσκετ των Dubs, αυτοί είναι οι Suns των μέσων της δεκαετίας των 00s. Ο Steve Kerr άλλωστε είχε συνυπάρξει στο Phoenix ως παράγοντας με τον προπονητή των Suns και ο Nash πέρασε αρκετό διάστημα της περασμένης δεκαετίας ως Player Development coach στους Golden State Warriors, κάτι που σημαίνει ότι και αυτός θα έβαλε το λιθαράκι του από τη θέση του για να “κοινωνηθεί” και να αναπτυχθεί το συγκεκριμένο στυλ παιχνιδιού. Και ο D’Antoni αυτό το αντιμετώπισε με χαρά, ίσως και με ανακούφιση.

Το σημείο κλειδί ήταν όταν πήρε ο Kerr το πρωτάθλημα με τους Warriors.” θα ομολογήσει στο Business Insider ο Dan D’Antoni, αδερφός του Mike και βοηθός προπονητή στους Suns εκείνης της εποχής. “Τότε ηρέμησε και είπε οτι επιτέλους το μήνυμα του έγινε σαφές. Δεν τον ένοιαζει που δεν το κατάφερε ο ίδιος, γιατί επιτέλους το κατάφερε κάποιος.”

Μπορεί να μην πήρε τελικά 7… δευτερόλεπτα, αλλά 7 χρόνια, όμως αυτό που κατάφεραν οι Warriors και κατ’επέκταση δικαίωσε τους Suns του D’Antoni (και τους Warriors του Don Nelson αν θέλετε, για να πάμε στον μπαμπά του pace and space basketball) ήταν να αποτιναχτεί η ταμπέλα του “fun, but losing basketball” από το επιθετικό και υψηλού ρυθμού παιχνίδι. Το μπάσκετ είχε επιτέλους αλλάξει.