Ψηφοφορία Rabona: Καλύτερος Έλληνας αμυντικός μέσος 2000-20

Έλληνας αμυντικός μέσος

Κώστας Κατσουράνης

Ο Κώστας Κατσουράνης γεννήθηκε στην Πάτρα και φυσιολογικά ξεκίνησε την καριέρα του στην Παναχαϊκή το 1996 όπου έμεινε για έξι χρόνια. Το 2002 τον πλησίασαν και οι τρεις μεγάλες ομάδες της Αθήνας, όμως αυτός τελικά επέλεξε την ΑΕΚ. Με τους κιτρινόμαυρους ο Κατσουράνης θα έχτιζε το όνομα του παίζοντας σε αυτή τη φάση της καριέρας του σε έναν πιο προωθημένο ρόλο, πολλές φορές και στα άκρα της μεσαίας γραμμής. Μετά από 4 γεμάτα χρόνια στην ΑΕΚ όπου είχε γίνει καθοριστικός για την ομάδα, εξέφρασε την επιθυμία του να αγωνιστεί στο εξωτερικό κι ακολούθησε τον πρώην προπονητή του Φερνάντο Σάντος στην Πορτογαλία και την Μπενφίκα. Εκεί βρισκόταν ήδη ο Γιώργος Καραγκούνης. Ο Κατσουράνης σκόραρε στο πρώτο του ‘Clasico’ κόντρα στην Πόρτο και αναδείχθηκε σύντομα σε ένα σταθερό παίκτη της ενδεκάδας. Στη Λισαβόνα ξεκίνησε να οπισθοχωρεί στο γήπεδο καθώς χρησιμοποιήθηκε αρκετά κι ως κεντρικός αμυντικός. Μαζί με τον Λουιζάο αποτέλεσαν όχι μόνο το αμυντικό δίδυμο αλλά και την δυάδα των αρχηγών της ομάδας την τελευταία του σεζόν. Το 2009 ο Κατσουράνης γυρνάει στην Ελλάδα για τον Παναθηναϊκό, “την ομάδα που υποστήριζε από παιδί” όπως είχε δηλώσει. Με το τριφύλλι θα κατακτήσει το νταμπλ του 2010, μένοντας μέχρι τις αρχές του 2012, όταν και αιφνιδιαστικά εκδιώχθηκε από τον σύλλογο. Συνέχισε για δύο χρόνια στον ΠΑΟΚ όπου αγωνίστηκε κυρίως στη θέση του κεντρικού αμυντικού. Σε μια περίεργη απόφαση το 2014 ο Κατσουράνης μετακινήθηκε στην Pune City και το νεοσύστατο πρωτάθλημα της Ινδίας, όπου μάλιστα σκόραρε και το καλύτερο γκολ της σεζόν. Γύρισε στην Ελλάδα για τον Ατρόμητο και μετά από ένα παιχνίδι Κυπέλλου με την Heidelberg United στην Αυστραλία κρέμασε τα παπούτσια του. Με την εθνική ομάδα ο Κατσουράνης έγραψε ιστορία στο Euro 2004, είναι ο τρίτος σε συμμετοχές (116) στην ιστορία της ενώ μαζί με τον Καραγκούνη ήταν οι μόνοι που έπαιξαν και στις 6 διοργανώσεις που είχε προκριθεί η εθνική την δεκαετία (2004-2014). Ο “Κατσούρ” ήταν ο ορισμός του πολυσύνθετου χαφ παίζοντας όπου του ζητούσε ο εκάστοτε προπονητής του. Ένας box-to-box μέσος που “είχε” το γκολ αλλά ταυτόχρονα ήταν κι άψογος στα αμυντικά του καθήκοντα γι’ αυτό και οι προπονητές του τον εμπιστεύονταν και στο κέντρο της άμυνας.

Άκης Ζήκος

O Ανδρέας-Βασίλειος (Άκης) Ζήκος αν και γεννήθηκε στην Αθήνα, έκανε τα πρώτα του βήματα στην Skoda Ξάνθη στα μέσα των 90s. Το 1998 κατηφόρισε για την πρωτεύουσα για λογαριασμό της ΑΕΚ με τον ίδιο να θεωρείται ως ένα πολλά υποσχόμενο ταλέντο. Πολύ γρήγορα κέρδισε την θέση του στην ενδεκάδα και κατέκτησε δύο Κύπελλα (2000, 2002), τους μοναδικούς τίτλους του στην Ελλάδα. Το 2002, πήρε σπουδαία μεταγραφή στην γαλλική Μονακό με την οποία κατέκτησε το League Cup την πρώτη του χρονιά. Βέβαια, γι’ αυτό που έχει μείνει στην ιστορία είναι ασφαλώς η παρουσία του σε τελικό Champions League το 2004, που τον έκανε τον πρώτο και μοναδικό Έλληνα μέχρι σήμερα που πετυχαίνει μια τέτοια διάκριση. Ο Ζήκος ήταν ένας από τους πιο σταθερούς παίκτες της Μονακό σε εκείνη την τρομερή πορεία αλλά κι ένας από τους λίγους ενδεκαδάτους που συνέχισε στο Πριγκιπάτο μετά την επιτυχία αυτή. Το 2006 αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα για την αγαπημένη του ΑΕΚ όπου έπαιξε ακόμα δύο χρόνια προτού ανακοινώσει την απόσυρση του το 2008. Στην εθνική Ελλάδας έπαιξε παραδόξως μόλις 2 χρόνια (1999-2001) και 18 ματς εκ των οποίων μόνο τα 5 ήταν επίσημα. Η έλευση του Ότο Ρεχάγκελ το 2001 τον έθεσε στο περιθώριο μαζί με κάποιους άλλους παίκτες (Γεωργάτος, Στολτίδης) με τον Γερμανό να μένει αμετακίνητος στην απόφαση του ακόμα κι όταν ο ποδοσφαιριστής έκανε την τρομερή πορεία μέχρι τον τελικό του Champions League το 2004. Ο Ζήκος εξέφρασε αργότερα το παράπονο του ότι η εθνική Ελλάδας είχε μετατραπεί σε μια “κλειστή ΠΑΕ” κι οι κλήσεις δεν είχαν σχέση με την επίδοση του ποδοσφαιριστή, παρ’ όλα αυτά ανέφερε πως σεβόταν την φιλοσοφία του Ρεχάγκελ. Ο Άκης Ζήκος υπήρξε ένας σκληρός αμυντικός χαφ που έλεγχε εξαιρετικά τον χώρο μπροστά από την μεσαία γραμμή δίνοντας σιγουριά στους συμπαίκτες του.

Αλέξανδρος Τζιόλης

O υψηλόσωμος αμυντικός μέσος προήλθε από την μεγάλη ποδοσφαιρική σχολή του Πανιωνίου. Στους κυανέρυθρους αγωνίστηκε για 3 χρόνια προτού μετακινηθεί στον Παναθηναϊκό. Σύντομα ο Τζιόλης ξεχώρισε κερδίζοντας την θέση του στην βασική ενδεκάδα παίζοντας δίπλα στον μεγάλο Ζιλμπέρτο Σίλβα στην τελευταία του χρονιά στον σύλλογο. Η εξαιρετική εμφάνιση του στον εκτός έδρας αγώνα του Champions League με την Βέρντερ Βρέμης (0-3) όπου σκόραρε ένα από τα γκολ της νίκης προκάλεσε το ενδιαφέρον του γερμανικού κλαμπ, που τον Ιανουάριο του 2009 ζήτησε τον δανεισμό του από τον ΠΑΟ. Ο Τζιόλης έγραψε ιστορία με την Βέρντερ παρ’ όλο που έμεινε στη Βρέμη μόλις για έξι μήνες καθώς έγινε ο πρώτος Έλληνας που αγωνίστηκε σε τελικό Uefa Cup/Europa League αλλά κι ο πρώτος που κατέκτησε το Κύπελλο Γερμανίας. Παρ’ όλα αυτά η Βέρντερ δεν προχώρησε στην αγορά του κι ο παίκτης γύρισε προσωρινά στον Παναθηναϊκό. Η παρουσία του στο τριφύλλι δεν κράτησε πολύ καθώς τον Ιανουάριο του 2010 πήρε και πάλι τον δρόμο για το εξωτερικο και συγκεκριμένα την ιταλική Σιένα. Τα επόμενα χρόνια ο Τζιόλης άλλαζε συνεχώς ομάδες και χώρες. Σιένα, Ρασίνγκ Σανταντέρ, Μονακό, ΑΠΟΕΛ ήταν οι επόμενοι σταθμοί του παίζοντας σταθερά ως βασικός μόνο στην Κύπρο. Το 2013 επέστρεψε στην Ελλάδα όχι για τον Παναθηναϊκό αυτή τη φορά αλλά για τον ΠΑΟΚ. Στη Θεσσαλονίκη έμεινε συνολικά για 3 σεζόν με τα πάνω του και τα κάτω του αν και την πρώτη χρονιά έπαιξε το μισό της σεζόν στην τουρκική Καισερισπόρ! Δύο ακόμη χώρες ακολουθούν προτού ο Τζιόλης πάρει την απόφαση να αποσυρθεί το 2019: Σκωτία για την Χαρτς και Σαουδική Αραβία για την Αλ-Φαϊχά όπου μάλιστα πήρε ηγεμονικό συμβόλαιο 1,5 εκατομμυρίου για δύο χρόνια. Με την εθνική ομάδα κατέγραψε 75 συμμετοχές όντας μέλος των αποστολών σε 3 μεγάλα τουρνουά (2008,2010, 2014). Παρέμεινε ενεργός διεθνής για 13 χρόνια (2005-2018) και με την εξαίρεση του διαστήματος 2011-12, ο Τζιόλης πάντα έβρισκε χώρο στις κλήσεις τόσο του Ρεχάγκελ όσο και του Σάντος. Το στυλ παιχνιδιού του ήταν αυτό του κλασικού αμυντικού μέσου που “φτιάχνει παιχνίδι από πίσω”. Ήταν ικανότατος και στο ψηλό παιχνίδι λόγω του ύψους του (1.90) ενώ στα πρώιμα στάδια της καριέρας του ήταν μια σημαντική απειλή λόγω του πολύ δυνατού σουτ του. Ωστόσο, δεν υπήρξε ποτέ αγαπητός στο φίλαθλο κοινό λόγω της έλλειψης πάθους στον αγωνιστικό χώρο τραβώντας συνεχώς αρνητική κριτική πάνω του (κάποιες φορές άδικα).

Επιλογές που έμειναν εκτός τριάδας:

Άγγελος Μπασινάς: Μην ουρλιάξετε, απλά προτιμήθηκε να συμπεριληφθεί στην τριάδα των κεντρικών χαφ (8ριων) καθώς είχε πιο επιθετικά στοιχεία στο παιχνίδι του από τους προαναφερθέντες.
Κάρλος Ζέκα: Δύσκολο κόψιμο αν είχαμε τη δυνατότητα για μια τέταρτη επιλογή θα τον προσθέταμε. Δεν ήμασταν σίγουροι αν θα ήταν δίκαιο να αξιολογήσουμε την καριέρα του πριν πάρει την ελληνική υπηκοότητα διότι έγινε διεθνής σε σχετικά μεγάλη ηλικία (29 ετών).
Ανδρέας Σάμαρης: Επίσης δύσκολο κόψιμο, πληρώνει ότι είναι μέλος μιας αποτυχημένης γενιάς από το 2015 και μετά. Έχει χάσει εδώ και 2 χρόνια την θέση του Μπενφίκα, δεν καλείται στην εθνική ομάδα τον τελευταίο χρόνο.
Δημήτρης Κουρμπέλης: νωρίς για να κριθεί, δεν μοιάζει να έχει την ποιότητα που απαιτείται για να μπει σε μια τέτοια λίστα
Ανδρέας Μπουχαλάκης: νωρίς για να κριθεί, δεν μοιάζει να έχει την ποιότητα που απαιτείται για να μπει σε μια τέτοια λίστα