Ρουί Κόστα: Ένας από τους τελευταίους των ρομαντικών

Ρουί Κόστα: Ένας από τους τελευταίους των ρομαντικών

Αύγουστος 1996. Η Μπενφίκα υποδέχεται στο στάδιο da Luz την ομάδα της Φιορεντίνα, σε φιλική αναμέτρηση, στην οποία ο Ρουί Κόστα επέστρεψε για πρώτη φορά ως αντίπαλος της ομάδας που ξεκίνησε την καριέρα του. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, ο Κόστα παίρνει τη μπάλα από τον Μπατιστούτα, κάνει ένα σλάλομ και σκοράρει το πρώτο του γκολ απέναντι στην ομάδα που τον μεγάλωσε. Ήταν ένα γκολ ενδεικτικό της κλάσης ενός πολύ μεγάλου ποδοσφαιριστή. Ο Ρουί δεν πανηγύρισε, oύτε καν μειδίασε για το όμορφο γκολ που πέτυχε, την ώρα που το “γήπεδό του” τον επευφημούσε, παρά το γεγονός ότι ήταν “με τους απέναντι”. Αντίθετα, έβαλε τα κλάματα, καθώς συνειδητοποίησε ότι μόλις πέτυχε το πιο στενάχωρο γκολ της καριέρας του.

Γεννημένος στο προάστιο της Αμαδόρα, μόλίς τέσσερα χιλιόμετρα μακριά από τo Στάδιο του Φωτός, το περιβόητο “Luz”, η ζωή του Ρούι Κόστα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη Μπενφίκα. Ο νεαρός Ρούι μεγάλωσε στηρίζοντας την ομάδα της ευρύτερης γειτονιάς του, όπως έκαναν οι γονείς του, τακτικοί θαμώνες του παλιού Luz. “Γεννήθηκα και μεγάλωσα στις εξέδρες του Estadio Da Luz” θα πει για τα παιδικά του χρόνια. “Όσο με θυμάμαι, ήμουν ένας φανατικός οπαδός της ομάδας, ενώ από όταν άρχισα να μπουσουλάω, κατάλαβα ότι ήθελα να παίξω ποδόσφαιρο.”

Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά του ενώθηκαν την ημέρα που ως μικρό παιδί πήγε να δοκιμαστεί για την ομάδα της καρδιάς του, μπροστά στα μάτια του θρυλικού Εουσέμπιο. Όπως εξομολογείται ο ίδιος για την “πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής του”, τα δοκιμαστικά που έγιναν στο προπονητικό κέντρο των Αετών της Λισαβόνας διήρκεσαν μόλις δέκα λεπτά, λόγω του όγκου των παιδιών. Μάλιστα, ο Ρουί Κόστα δεν έπαιξε καν ολόκληρο το διάστημα, γινόμενος αλλαγή νωρίτερα! Απογοητευμένος γιατί νόμιζε ότι απέτυχε, έκανε ό,τι κάνουν τα μικρά παιδιά σε τέτοιες περιπτώσεις: έβαλε τα κλάματα. Τελικά, την ίδια ώρα που γινόταν αυτό, ο Εουσέμπιο προσέγγιζε τους γονείς του ώστε να τους πει ότι την επόμενη ημέρα θέλει να τον δει στην προπόνηση των ακαδημιών, ξεκινώντας έτσι την κοινή πορεία του Ρουί Κόστα με τη Benfica.

Το ταλέντο του ήταν μεγάλο. Ρουί Κόσταείδε χρόνο με τον χρόνο να εξελίσσεται στο πιο ξεχωριστό προϊόν που είχαν να προσφέρουν στον κόσμο του ποδοσφαίρου οι Ακαδημίες της Μπενφίκα. Ένας μέσος που πατούσε στο γήπεδο γεμίζοντας το χάρη και φαντασία, με την ικανότητα το μαγικό του άγγιγμα να κάνει θαύματα, θα κεντρίσει πολύ γρήγορα τα βλέμματα των “μεγάλων”, αλλά και της Σπόρτινγκ, η οποία “άρπαζε” ό,τι καλύτερο διέθετε η αντίπαλός της. Φυσικά, στα 90s δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο από την Ιταλία. Το κάλεσμα της Φλωρεντίας, της πόλης των Μεδίκων, της αρχιτεκτονικής και του Γκαμπριέλ Μπατιστούτα, ήταν ένα κάλεσμα που τόσο εκείνος όσο και η ομάδα του δεν μπορούσαν να αρνηθούν. Ο Ρουί Κόστα μετακόμισε εκεί, αρνούμενος να “προδώσει” την ομάδα του για τους συμπολίτες και άμεσα βρήκε ένα σπίτι μακριά από το δικό του σπίτι.

Το ταξίδι του στην Ιταλία ξεκίνησε με στεναχώρια , καθώς αποχαιρετούσε το μέρος που γεννήθηκε, κυριολεκτικά και ποδοσφαιρικά, χωρίς να έχει καταφέρει κάτι πραγματικά σπουδαίο. Ήταν άλλωστε μόλις 22 ετών. Η μετακόμισή του αυτή αποτέλεσε το στοιχείο που μπόλιασε μέσα του την πιο διάσημη λέξη στην ιστορία του Πορτογαλικού λαού. Saudade. Mία λέξη που κατά προσέγγιση μεταφράζεται ως ένα είδος προσμονής, αλλά κι ένα μείγμα νοσταλγίας, λύπης, πόνου, ευτυχίας και αγάπης. Όπως δήλωσε ο Ρουί Κόστα, από την πρώτη στιγμή που έφυγε, στο μυαλό του ήταν το πως θα γυρίσει. Το πως θα κάνει κάτι με τη Μπενφίκα, πως θα ηγηθεί της ομάδας του, πως θα ολοκληρώσει μέσα του έναν κύκλο που έκλεισε πριν καλά καλά ξεκινήσει, αυτόν στην πρώτη ομάδα των Αετών.

Τα saudades του Ρουί Κόστα εκφράστηκαν ιδανικά στο γήπεδο, κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στην Ιταλία. To παιχνίδι του, ως επιθετικού μέσου, δεν είχε αυτή τη Βραζιλιάνικη αλεγρία, αλλά είχε μια μαγική αρμονία, ήταν τόσο “γεμάτο” και συνάμα τόσο ουσιώδες, που σε γέμιζε πολλά και διάφορα συναισθήματα. Μαζί με το ταλέντο και την αλητεία του Bati-gol, το αποτέλεσμα που είδε ο κόσμος της Φιορεντίνα για 6 σεζόν ήταν ονειρικό. Η ομάδα των Viola ζούσε την δικιά της Αναγέννηση, γεμάτη έργα τέχνης στο γρασίδι, αλλά και τίτλους.  Ήταν μία περίοδος που αξίζει να αναφερθούμε εκτενώς, αλλά που θα to κάνουμε κάποια άλλη στιγμή.

Ο ίδιος είχε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του την επιστροφή, οι φίλοι της Μπενφίκα ήθελαν επιτέλους να χαρούν τον παίκτη που δεν πρόλαβαν να δουν όσο θα ήθελαν με την κόκκινη φανέλα, όμως αυτό δεν γινόταν. Μπενφίκα και Ρουί Κόστα ζούσαν βίους αντίθετους, με εκείνον να ανεβάζει κάθε χρόνο την αξία του και την ομάδα της Λισαβόνας να ζει με οικονομικά προβλήματα και δυσκολίες. Ο Πορτογάλος είχε εξελιχθεί σε έναν παίκτη που ενσάρκωνε τα ιδανικά της ποδοσφαιρικής χάρης. Ένα παιχνίδι γλυκό, σε συνδυασμό με τα μακριά του μαλλιά, τις κατεβασμένες κάλτσες και φυσικά το νούμερο 10 στην πλάτη, έκαναν τον Rui Costa αυτόματα έναν ποδοσφαιριστή αδύνατον να μη στηρίξεις και να μη συμπαθήσεις. Στη Φλωρεντία θα κερδίσει άλλωστε και το προσωνύμιο του “Μαέστρου”, αν και μεταξύ μας, ίσως το παιχνίδι του να ταίριαζε σε άλλα είδη μουσικής και όχι την κλασική.

Τα 7 χρόνια του στη Φιορεντίνα αλλά και η μετέπειτα παρουσία του στη Μίλαν, ήταν σίγουρα ονειρικά. Στην Τοσκάνη έπαιξε το καλύτερο ποδόσφαιρο στην καριέρα του, ενώ στο Μιλάνο είδε τους τίτλους που του έλειπαν. Όμως για τον ίδιο, η μελαγχολία ήταν εκεί. Η Μπενφίκα τον ήθελε, όμως δεν μπορούσε να τον αποκτήσει, εκτός κι αν έκανε ο ίδιος την υπέρβαση.  Όπως και έγινε. Το 2006, ο Rui Costa θα πείσει τους “ροσονέρι” να τον αφήσουν ελεύθερο για την πρώτη του αγάπη και μόνο για εκείνη. Η Μίλαν δέχτηκε, σεβόμενη την προσφορά του στο σύλλογο, και η Μπενφίκα κατάφερνε επιτέλους να πραγματοποιήσει τον γάμο, δίχως να ξοδέψει ένα ποσό που ήταν αδύνατον να δώσει.

Tα δύο χρόνια στο Estadio Da Luz μπορεί να μην είχαν τίτλο, είχαν όμως το φινάλε ενός μαγικού κύκλου. Στο τελευταίο παιχνίδι πρωταθλήματος απέναντι στη Βιτόρια, ο Ρουί Κόστα θα βγει αλλαγή για μια τελευταία φορά, κερδίζοντας το χειροκρότημα ενός κατάμεστου σταδίου και πηγαίνοντας κατευθείαν να δώσει τη φανέλα του στον πατέρα του, τον άνθρωπο που τον έκανε “Benfiquista”. Στις εξέδρες, σηκώθηκε ένα πανό το οποίο έγραφε “Ευχαριστούμε Μαέστρο για το χθες, το σήμερα και το αύριο”.

“Τελείωσα αυτό που ξεκίνησα στα εννιά μου. Αλλά σήμερα δεν θα κλάψω. Θα χαμογελάσω. Θα χαμογελάσω πολύ καθώς τελείωσα την καριέρα μου στο μέρος που ονειρεύτηκα όσο τίποτε άλλο ότι θα το κάνω: Στη Μπενφίκα” θα πει στο κοινό, το οποίο ήταν γεμάτο δακρυσμένα πρόσωπα.

Η αγάπη του για τη Μπενφίκα τον έφερε πίσω σε μία εποχή που οι Αετοί δεν μπορούσαν να διαθέσουν τα χρήματα για να τον πάρουν. Μετά το τέλος της καριέρας του, ο Ρουί Κόστα έγινε αθλητικός διευθυντής του συλλόγου, οδηγώντας την αγαπημένη του ομάδα σε μία πολύ καλή περίοδο της ιστορίας της, δημιουργώντας ρόστερ που προσέφεραν τίτλους αλλά και δεκάδες εκατομμύρια λόγω ακριβών πωλήσεων. Το ίδιο world-class επίπεδο που είχε ως παίκτης, το είχε και ως παράγοντας.

Το επόμενο τεστ όμως για έναν ρομαντικό όπως ο Ρουί Κόστα ήρθε τον Απρίλιο του 2021. Ο Luis Vieira, για χρόνια Πρόεδρος των Αετών συλλαμβάνεται για υπεξαίρεση χρημάτων, οδηγείται απέναντι στη δικαιοσύνη και ο θώκος του προέδρου παραμένει κενός. Ο Ρουί Κόστα θα αναλάβει την ευθύνη να οδηγήσει με ηρεμία τη Μπενφίκα σε εκλογές, στις οποίες κατεβαίνει και ως υποψήφιος. Με 40.000 μέλη να ψηφίζουν, τη δεύτερη μεγαλύτερη συμμετοχή σε εκλογές συλλόγου, πίσω μόνο από τη Μπαρσελόνα, o “Μαέστρος” θα πάρει το 85% των ψήφων και συνάμα το χρίσμα για να μαζέψει τα κομμάτια της Μπενφίκα και να την οδηγήσει σε μία νέα εποχή, ως ο 34ος Πρόεδρος του Συλλόγου.

Ένας εκ των τελευταίων ρομαντικών, ο Ρουί Κόστα δεν άφησε ποτέ τους Αετούς της Λισαβόνας από το μυαλό του, σε κάθε του κίνηση που έκανε στην καριέρα του. Ο άνθρωπος που διάλεξε ο ίδιος ο Εουσέμπιο σαν “φυντάνι” δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς, καθώς η αφοσίωση ήταν βασικό χαρακτηριστικό του. Δεν πίεσε να πάει στη Σπόρτινγκ όπως έκαναν πολλοί συμπαίκτες του, έκλαψε με το που πέτυχε γκολ στην άλλοτε ομάδα του και εν τέλει, γύρισε στον τόπο του εγκλήματος την ώρα της ανάγκης, βοηθώντας τους Αετους να ορθοποδήσουν, τόσο εντός όσο εκτός του γηπέδου. Ο Μάνουελ Ρουί Κόστα ήταν, είναι και θα είναι δίπλα στην ομάδα του, είτε αυτό ήταν με το δέκα στην πλάτη, είτε είναι με σακάκι και γραβάτα.

Ρουί Κόστα: Ένας από τους τελευταίους των ρομαντικών

«Ευχαριστούμε Μαέστρο, για το χθες, το σήμερα και το αύριο»