Χορταίνεται η ζωή, Αλέξανδρε Νικολαΐδη;

Χορταίνεται η ζωή, Αλέξανδρε Νικολαΐδη;

Από αρχαιοτάτων χρόνων, οι ολυμπιονίκες, ανεβασμένοι πάνω σε καταστόλιστα τέθριππα, έμπαιναν στις πόλεις τους διαπερνώντας ένα τμήμα του τείχους, που κατεδαφιζόταν ειδικά για τον σκοπό αυτό μια και λογίζονταν για ημίθεοι και η πολιτεία επιδίωκε να τους αποκαταστήσει με κάθε πρόνοια γι αυτούς και τις οικογένειές τους.

Στην σύγχρονη Ελλάδα, γνωρίσαμε έναν ολυμπιονίκη που έπραξε το αντίστροφο. Άφησε εκείνος παρακαταθήκη για την πολιτεία, την ευαισθητοποίηση για τους επόμενους συνανθρώπους του που θα βρεθούν με σπάνιες μορφές καρκίνου και την έμπρακτη έγνοια του να αγκαλιάζονται και όσα παιδιά δεν απολαμβάνουν την σπιτική γαλήνη, φαινόμενο όπως αποδεικνύει η επικαιρότητα σύνηθες, στις ημέρες μας.

Εμβρόντητος ο πολιτικός κόσμος, ο χώρος του αθλητισμού και η πλειοψηφία των χρηστών των κοινωνικών μέσων πληροφορήθηκαν το πρωί της 14ης Οκτωβρίου, την απώλεια του αναπληρωτή εκπροσώπου τύπου του Σύριζα- ΠΣ και δις αργυρού ολυμπιονίκη του τάε κβον ντο Αλέξανδρου Νικολαΐδη, σε ηλικία 42 ετών. Δεν πιστεύω σε δίκαιες και άδικες αναχωρήσεις ανθρώπων, αλλά πρόκειται για χαμό που θα σημαδεύσει τα ελληνικά δρώμενα. Δεν είναι μόνο το θάρρος που έδειξε ως την τελευταία στιγμή κρατώντας το κεφάλι ψηλά με αντίπαλο το καρκίνωμα NUT -ιδιαίτερα σπάνιος, επιθετικός τύπος καρκίνου που μπορεί να αναπτυχθεί οπουδήποτε στο σώμα-  χωρίς κάσκα και ειδικές στολές στον πιο σημαντικό του αγώνα, αλλά το ήθος που αποδεικνύει η αποχαιρετιστήριά του επιστολή, η οποία χωράει μέσα λίγες μόλις λέξεις μηνύματα ανθρωπιάς, αλληλεγγύης, την έμπρακτη απόδειξη ότι «αν γλυτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα» γι αυτό και ο Βορειοελλαδίτης αθλητής ως τελευταία επιθυμία του ζητά «τα δύο αυτά μετάλλια, να βγουν σε δημοπρασία και το ποσό που θα συγκεντρωθεί να δοθεί σε δομές για τα παιδιά που θα επιλέξει η οικογένειά μου».

Το όλον πιο πάνω από το άτομο, ούτε ίχνος εγωισμού, παρά το γεγονός ότι ο Νικολαΐδης υπηρέτησε ένα ατομικό σπορ. Τα παιδιά του όταν μεγαλώσουν άλλωστε, θα έχουν να καμαρώνουν μπόλικες φωτογραφίες που έμειναν πίσω, κυρίως όμως θα αναγνωρίζουν με πόση δύναμη φρόντισε κατά πάσα πιθανότητα να τα γαλουχήσει πριν φύγει, ένας τύπος που απέδειξε ότι πρεσβεύει τα ιδανικά του ολυμπισμού με πλήρη συνέπεια στην καθημερινότητά του. Κύριος στόχος του άλλωστε μαρτυρά ο ίδιος ότι ήταν να παρατείνει όσο γίνεται τη ζωή του όταν έμαθε τι επιπτώσεις έχει η ασθένειά του ώστε το ένα έστω, εκ των δύο παιδιών του να έχει προλάβει να φτιάξει περισσότερες μνήμες μαζί του για να τις διηγείται στο μικρότερο!

Πρόκειται μεταξύ άλλων, για τον άνθρωπο που μετά τον Μιχάλη Μουρούτσο έκανε ακόμα πιο διάσημο το σπορ του στο ελληνικό κοινό, παίρνοντας μαζί του τους τηλεθεατές στις μάχες που έδωσε, σε εκείνο το βαρύ κάταγμα που αποκόμισε (προημιτελικός των Ολυμπιακών Αγώνων στο Σίδνεϊ και την χαρακτηριστική φράση του «μάνα το ΄σπασα»), διδάσκοντας ότι σημασία δεν έχει να κυνηγά κανείς μόνο τα μετάλλια, αλλά πως το δύσκολο ταξίδι για την Ιθάκη κάθε αθλητή χωρά πολλές στιγμές απογοήτευσης και συγκίνησης, αξίζει την σκληρή προσπάθεια που επιβεβαιώνει την κοπιαστική δουλειά πριν από κάθε αγώνα και κυρίως… σε φέρνει κοντά με όλους τους πολιτισμούς του κόσμου με ταπεινότητα. Όπως την στιγμή εκείνη που ο Μουν βγάζει νοκ άουτ στον τελικό της Αθήνας το 2004 τον Έλληνα αθλητή και ενώ εισπράττει την αποδοκιμασία του κοινού για τον πανηγυρισμό της δίκαιης νίκης του, σπεύδει ύστερα να σηκώσει τα χέρια του αντιπάλου του χρήζοντάς εκείνον νικητή. Ο Αλέξανδρος δεν θα το δεχτεί ποτέ, θα τηρήσει το fair play και οι δυο τους θα αγκαλιαστούν, χαρίζοντας στην ιστορία του αθλητισμού μια από τις πιο σπαρακτικές στιγμές της.

Από το πόστο του πολιτικού μάλιστα, εκ των ιδρυτικών μελών του αντιρατσιστικού κινήματος στην γενέτειρά του, τόνιζε με κάθε ευκαιρία την εναντίωσή του σε κάθε είδους φασισμού δηλώνοντας πως «με φοβίζει να μεγαλώσει το παιδί μου ανάμεσα σε ρατσιστές».

Μόνο ζήτημα για το οποίο οφείλει να αναρωτηθεί η κοινωνία την επόμενη ημέρα ενός τέτοιου θανάτου, είναι σχετικά με το τι λάθος κάνει και δεν βγάζει πολλούς τέτοιους χαρακτήρες. Τι πρότυπα προβάλλει αφήνοντας στην αφάνεια ανθρώπους σαν εκείνον, τον σεβασμό της προσωπικότητας του οποίου, απέδειξε ο λόγος κομμάτων και πολιτικών από το ένα άκρο του πολιτικού τόξου, έως  -σχεδόν- το άλλο. Οι κουβέντες που αφήνει πίσω του μας γεμίζουν ελπίδα για το ανθρώπινο είδος, γιατί έμαθε από μικρός στις παλαίστρες της Θεσσαλονίκης και στα υπόγεια του “Palais de Sport” ανάμεσα στους παλιούς αθλητές, να επιδιώκει να βρίσκει τον ήλιο μέσα του για να βελτιωθεί ώστε να μπορεί να μοιράζει φως και στους γύρω του μια μέρα. Έτσι έπραξε και εντός και εκτός γηπέδου, αν η πολιτική είναι η ανώτατη κοινωνική πράξη του να επιχειρεί κανείς να βελτιώσει τον κόσμο του.

Οι τελευταίες κουβέντες του Έλληνα πρωταθλητή ήταν :

 «Αν σωθεί έστω ένα παιδί, θα αξίζει κάθε κλωτσιά που έχω φάει στο κεφάλι, κάθε κάταγμα στα πόδια μου.

Αυτό είναι το αποτύπωμα που θέλω να αφήσω στην κοινωνία, αυτή είναι η κληρονομιά που θέλω να μείνει στα παιδιά μου»

και το περιεχόμενο των θέσεων του περί ζωής και απώλειας θα μας κάνει να τον θυμόμαστε για πολύ καιρό ακόμα.