Falcao, o άνθρωπος που σύστησε την «ginga» στην σάλα

falcao futsal ginga

*Ginga: Προερχόμενη από τις βασικές αρχές της capoeira, η ginga συνοδεύει τον Βραζιλιάνο από την γέννηση του. Με μία λέξη περιγράφει τον συλλογικό τρόπο που ο Βραζιλιάνος κινείται, περπατά, μιλά, αισθάνεται και το πιο σημαντικο, τον τρόπο που παίζει ποδόσφαιρο. Η ginga είναι η ψυχή της Βραζιλίας. (wikipedia)

Το ποδόσφαιρο σάλας, ή όπως λέγεται διεθνώς, Futsal, θεωρείται στην Ελλάδα ένα εντελώς παραγκωνισμένο άθλημα. Επαγγελματικά, το Ελληνικό πρωτάθλημα Futsal έχει ελάχιστη προβολή και αναγνώριση, ενώ ερασιτεχνικά, οι περισσότεροι προτιμούν τον κόσμο του 5×5 στα γήπεδα με το τεχνητό χορτάρι, ίσως και για να νιώσουν αυτήν την «ψευδαίσθηση» του πραγματικού αθλήματος, παρά την εναλλακτική επιλογή της σάλας, η οποία ελλείψει ενδιαφέροντος αλλά και – φυσικά – διαθεσιμότητας των κλειστών εγκαταστάσεων, ουσιαστικά καταλήγει να μην είναι καν ουσιαστική επιλογή για κάποιον.

Όμως αυτό ισχύει στην Ελλάδα. Σε άλλες χώρες, και ιδίως στις χώρες του Ισπανόφωνου και Πορτογαλόφωνου κόσμου, το ποδόσφαιρο σάλας είναι αρκετά πιο σημαντική και ουσιαστική επιλογή απασχόλησης, διασκέδασης αλλά και παρακολούθησης για τον φίλαθλο κόσμο. Μιλώντας προσωπικά, πάντα θα μου κάνει εντύπωση η πρώτη μου εμπειρία από έναν αγώνα futsal στην Πορτογαλία, στο τοπικό ντέρμπι μεταξύ Sporting και Benfica. Ένα παιχνίδι πρωταθλήματος, στο οποίο οι Λέοντες επικράτησαν με 2-1 των Αετών, σε ένα γεμάτο από κόσμο και των δύο ομάδων κλειστό γήπεδο, με συνθήματα, φωνές και ένταση, λες και δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από ένα ντέρμπι του μεγάλου αδερφού, του κανονικού ποδοσφαίρου. Έχοντας μία πρώτη γέυση της εμπειρίας του ανταγωνιστικού futsal σε μία χώρα που του δίνει όντως σημασία μπορείς να πάρεις μία ιδέα του γιατί θεωρείται άξιο να ασχοληθείς με αυτό. Γρήγορος ρυθμός, ελάχιστα περιθώρια λάθους και πολλές ευκαιρίες για σκορ και θέαμα, κάνουν την σάλα ένα εξαιρετικό υποκατάστατο του… πραγματικού ποδοσφαίρου και σίγουρα δεν αφήνουν αδιάφορη μία χώρα τόσο αδηφάγα ποδοσφαιρική, όπως είναι η Πορτογαλία.

Aντίστοιχα, και ίσως ακόμα περισσότερο από ότι στην Πορτογαλία ή την γείτονα Ισπανία, στην Βραζιλία (το σπίτι του Futsal για πολλούς), την Ουρουγουάη (την χώρα που ισχυρίζεται ότι γέννησε το άθλημα) αλλά και την Αργεντινή, το ποδόσφαιρο σάλας θεωρείται τόσο σημαντικό που τις περισσότερες φορές αποτελεί το πρώτο βήμα για έναν πιτσιρικά ο οποίος ξεκινάει να κλωτσάει ένα τόπι σε περιβάλλον πιο οργανωμένο από την αλάνα της γειτονιάς του. Είναι γνωστό ότι παίκτες όπως ο Neymar, o Messi, ο Cristiano Ronaldo και φυσικά ο Ronaldinho, ίσως ο παίκτης που έχει εκφράσει την αγάπη του για το futsal όσο κανείς άλλος, έχουν κάνει τα πρώτα τους βήματα στα παρκέ, και ο λόγος ήταν πολύ απλός. O μικρός χώρος του γηπέδου στο futsal, σε συνδιασμό με το παρκέ, την μικρή μπάλα και τους λιγότερους παίκτες, έχει ως αποτέλεσμα ένα πολύ πιο γρήγορο και τεχνικά ελεύθερο παιχνίδι. Για έναν νεαρό παίκτη, το futsal είναι το πεδίο στο οποίο θα μάθει την τέχνη του. Είναι το πεδίο που θα ακονίσει τα όπλα του, το μυαλό του και τα αντανακλαστικά του και τα οποία, όταν μεγαλώσει, θα μπούν στα «στεγανά» του τακτικά ελεγχόμενου παιχνιδιού που προσφέρει το κλασικό 11 vs 11 ποδόσφαιρο επί χόρτου.

Falcao, o άνθρωπος που σύστησε την «ginga» στην σάλα

Photo by Pascal Swier on Unsplash

«Στο futsal απαιτείται γρήγορη σκέψη και γρήγορο παιχνίδι» θα εξηγήσει ο Pele. «Αυτόματα κάνει όλα τα πράγματα πολύ πιο εύκολα όταν αποφασίσεις να κάνεις τη μετάβαση στο ποδόσφαιρο.»

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το ποδόσφαιρο σάλας είναι βασικό στοιχείο της ποδοσφαιρικής κουλτούρας των Ιβήρων και των Λατινοαμερικάνων, και είναι εντελώς λογικό ότι πέρα από την συμβολή του στην δημιουργία των “μεγάλων” του ποδοσφαίρου, έχει βγάλει και τους δικούς του θρύλους. Παίκτες οι οποίοι γεννήθηκαν σε αυτές τις χώρες, αλλά για κάποιον λόγο δεν έκαναν ποτέ τη μετάβαση στα χορτάρια, παρά βρήκαν τη δικιά τους Ιθάκη στα παρκέ, αποθεώνοντας ένα παιχνίδι τόσο παρόμοιο αλλά και τόσο διαφορετικό με τον γνήσιο “Βασιλιά των Σπορ”. Αυτήν την περίοδο που μιλάμε, ζούμε την εποχή του Ricardinho, του βραχύσωμου Πορτογάλου Βασιλιά της Σάλας, όμως μέχρι πριν λίγα χρόνια, το Α και το Ω στο άθλημα ήταν ένας άλλος Πορτογαλόφωνος μπαλαδόρος, ο οποίος για πολύ κόσμο, αν όχι για τους πάντες, θεωρείται ο καλύτερος όλων των εποχών ανάμεσα σε όσους απαρνήθηκαν τα καρφιά και το χορτάρι για τα flat παπούτσια και τα παρκέ. Το όνομα του; Alessandro Rosa Viera, ή όπως τον ξέρει όλος ο κόσμος: Falcao.

O Falcao γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου του 1977 στο Σάο Πάουλο και όπως κάθε μικρό βραζιλιανάκι, έτσι και εκείνος μεγάλωσε με μία μπάλα στα πόδια. Τα πρώτα του βήματα έγιναν στους δρόμους της Βραζιλιάνικης μεγαλούπολης, με το τσιμέντο να γίνεται ο άγριος καμβάς στον οποίο θα ντρίμπλαρε και θα σκόραρε ακροβατικά γκολ, όπως ακριβώς του άρεσαν. Φυσικά ήρθε η ώρα, όπως ακριβώς για πολλά παιδιά στην Βραζιλία, έτσι και για εκείνον, να γίνει το επόμενο βήμα, και αυτό ήταν το να γραφτεί σε μία ομάδα ποδοσφαίρου σάλας. Η φυσική ροή των πραγμάτων πρόσταζε ένα ακόμα στάδιο, αλλά όμως, την ώρα που έπρεπε να κάνει την τελική μετάβαση στα μεγάλα γήπεδα, ο Falcao κατάλαβε ότι αυτό το ταξίδι δεν του ταίριαζε.




“Το Futsal ήταν η ζωή μου. Κατάλαβα ότι το ποδόσφαιρο ήταν πολύ βαρετό για εμένα, μιας και έκανα πολύ ώρα να πάρω την μπάλα στα πόδια μου!” θα συνειδητοποιήσει ο Falcao, και θα εξηγήσει το τι είναι αυτό που τον έκανε κάθε φορά που έπιανε την αισθητά πιο μικρή μπάλα του futsal στα πόδια του, να πετάει φωτιές “Δεν θα με δεις να χορεύω ποτέ χωρίς μια μπάλα – ρώτα την γυναίκα μου!  Όταν όμως έχω την μπάλα στα πόδια μου θα αρχίσει ο χορός και είναι κάτι που μου συμβαίνει αυτόματα.”

Αν και ο πατέρας του ήθελε να τον δει να ακολουθεί τα βήματα του Pele, του Zico και του Garrincha και να οδηγήσει την Σελεσάο σε ακόμα ένα Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου, ο Alessandro έδειχνε χρόνο με τον χρόνο πως η απόφασή του τον δικαίωσε. Ο Falcao, όπως θα ονομάζεται πλέον ο Alessandro Viera, θα γίνει πολύ γρήγορα το πρώτο όνομα στην Βραζιλία, και με την φόρα που του έδινε το θεαματικό του παιχνίδι, η φήμη του δεν θα αργήσει να ξεπεράσει τα σύνορα της Χώρας του Καφέ και της Σάμπα. Δεινός χειριστής της μπάλας και με μία διάθεση να κάνει πάντα αυτό το κάτι παραπάνω που θα τέρψει όχι μόνο τον κόσμο, αλλά και τον εαυτό του, ο Falcao κατάφερε να βρει αυτήν την χρυσή τομή που τον έκανε μαγευτικό αλλά και αποτελεσματικό ταυτόχρονα, οδηγώντας τον σε εκατοντάδες γκολ και δεκάδες τίτλους, τόσο με τα χρώματα διαφόρων ομάδων της χώρας του, όσο φυσικά και με αυτά της Βραζιλίας, της οποίας έγινε ο φύσει και θέση αρχηγός, με το που αποσύρθηκε ο άλλος μεγάλος βραζιλιάνος της σάλας, Manoel Tobias. Ο Falcao είχε κυριαρχήσει πάνω στην “ginga” του, και είχε καταφέρει να δώσει πνοή στο παιχνίδι του, κάτι για το οποίο ο φίλαθλος κόσμος διψάει όσο τίποτε άλλο.

Falcao, o άνθρωπος που σύστησε την «ginga» στην σάλα

 

“Είναι απίστευτο, κάτι που δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Ενώ στόχος μου ήταν απλά να βρεθώ στην εθνική ομάδα και να βοηθήσω το άθλημα όπως μπορώ, πλέον όλο αυτό έχει ξεφύγει. Είναι πολλά μέρη που το futsal δεν είναι διάσημο ή κατανοητό από τον κόσμο, και μολοταύτα, γνωρίζουν τον Falcao! Για εμένα, το ότι έγινα ο πρέσβης ενός αθλήματος που γίνεται όλο και πιο δημοφιλές είναι η μεγαλύτερη διάκριση που θα μπορούσα να έχω.”

Επειδή καλά τα λόγια, αλλά πρέπει κάπως να τα στηρίξουμε, ας μιλήσουμε με αριθμούς. Ο Falcao έχει στεφθεί δύο φορές πρωταθλητής κόσμου, το 2008 και το 2012, έχει κερδίσει 10 φορές το Γκραν Πρι του Futsal (Διοργάνωση εθνικών ομάδων σημαντικού κύρους που διοργανώνεται κάθε χρόνο στη Βραζιλία), έχει βγει 4 φορές καλύτερος παίκτης στον κόσμο, έχει πάρει ένα χρυσό παπούτσι και δύο χρυσές μπάλες σε Παγκόσμια Κύπελλα και φυσικά άπειρα κύπελλα και πρωταθλήματα στο συλλογικό επίπεδο.

Πάντως, παρά την επιτυχία του στη σάλα, ο Falcao δοκίμασε την μετάβαση στο γρασίδι, για να κάνει το όνειρό του πατέρα του αλλά και το δικό του παιδικό όνειρο πραγματικότητα. O Βραζιλιάνος έκανε δύο δοκιμές στο μεγάλο γήπεδο, το 2001 με την Palmeiras και το 2005 με την Sao Paulo. Και αν το πρώτο του δοκιμαστικό κρίθηκε ανεπιτυχές, στο δεύτερο, ο Falcao, ο οποίος είχε βγει το 2004 καλύτερο παίκτης στον κόσμο του futsal και είχε ήδη γίνει φίρμα εντός Βραζιλίας, κατάφερε να πάρει τις ευκαιρίες του. Ο 28χρονος τότε Falcao αγωνίστηκε κάποια σποραδικά λεπτά στα παιχνίδια των “τρικολόρ” στο τέλος της σεζόν, κάτι που πέρα από την ευκαιρία να δείξει τι αξίζει του έδωσε και την δυνατότητα να στεφθεί πρωταθλητής Βραζιλίας αλλά και νικητής του Copa Libertadores! Το περασμά του βέβαια μόνο ουσιαστικό δεν το λές, καθώς πέρα από την τεράστια ανταπόκριση και τον θαυμασμό που συνάντησε από τους οπαδούς της Sao Paulo, ο Falcao δεν κατάφερε να δείξει στο χορτάρι τις αρετές που χρόνια ολόκληρα έδειχνε στα παρκέ. Σύμφωνα με τον τότε συμπαίκτη του Cicinho, o θεός του Futsal έδειχνε “θνητός” στο γρασίδι, και κάπως έτσι, το τέλος της σεζόν σήμανε και την επιστροφή του στον αγαπημένο του χώρο, τα κλειστά γήπεδα.

Φυσικά και για τον Falcao, η ρήση του “καλύτερα να σαι πρώτος στο χωριό παρά τελευταίος στην πόλη”, έδειξε να είναι αληθινή. Αφού απέδειξε και στον εαυτό του ότι ήταν αρκετά καλός έστω για να πάρει μια ευκαιρία στην καλύτερη ομάδα της Λατινικής Αμερικής για εκείνη τη χρονιά, ο Alessandro όχι μόνο γύρισε δυναμικά στο ποδόσφαιρο σάλας, αλλά ήταν και εκείνη η φάση της καριέρας του που κατάφερε να κατακτήσει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Futsal, τον τίτλο δηλαδή που έλειπε από το ήδη ένδοξο παλμαρέ του. Έπαιξε άλλα 13 χρόνια, μέχρι το 2018 που αποσύρθηκε οριστικά από τα γήπεδα, στα οποία μάλιστα πρόλαβε να αγωνιστεί και με το – βραχύβιο – τμήμα της ομάδας της καρδιάς του, της Santos. To ουσιαστικό τέλος της καριέρας του ήρθε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2016, όταν το Ιράν σόκαρε τα φαβορί της Βραζιλίας, αποκλείοντάς τους στα πέναλτι. Ο Falcao έβαλε τα κλάματα μετά τον αποκλεισμό, με τις σκηνές που ακολούθησαν να είναι ενδεικτικές του μεγέθους του παίκτη, καθώς οι θριαμβευτές Ιρανοί, αντί να πανηγυρίσουν τη τεράστια νίκη τους, τον χειροκρότησαν, τον πήραν στα χέρια και τον αποθέωσαν πετώντας τον στον αέρα.

To ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που πάνω απ’ όλα συνδέεται με την ψυχή, το ένστικτο και την καρδιά. Και στην Βραζιλία, αυτό ακριβώς είναι η Ginga. O Falcao ήταν ένας από τους τελευταίους πραγματικούς εκπροσώπους του “Jogo Bonito”, από τους Βραζιλιάνους που όταν τους έβλεπες με την μπάλα στα πόδια θα άκουγες τα τύμπανα να παίζουν σάμπα, θα σκεφτόσουν τις παραλίες του Ρίο ντε Ζανέιρο και θα σχημάτιζες ένα αυθόρμητο χαμόγελο στο πρόσωπό σου. Όλα αυτά εξαιτίας μίας κοφτής ντρίμπλας, μίας ραμπόνα ή ενός ανάποδου ψαλιδιού. Ο “Pele του Futsal” μπορεί να μην κατάφερε ποτέ να κάνει την μετάβαση στο “συμβατικό” ποδόσφαιρο πραγματικότητα, όμως αν το έκανε, θα έπρεπε να καταπιέσει την “ginga” του, καθώς απ’ ό,τι φαίνεται αυτή ήταν γεννημένη για τα παρκέ, και όχι για το χορτάρι. Και αν ένα πράγμα μαθαίνεις σε αυτή τη ζωή, είναι ότι η ψυχή ενός Βραζιλιάνου δύσκολα μπαίνει σε διαφορετικά στεγανά από αυτά που εκείνη διαλέγει.