Γιάννης Ιωαννίδης: Πως ο “Ξανθός” έμεινε χωρίς ευρωπαϊκό στέμμα;

Γιάννης Ιωαννίδης: Πως ο “Ξανθός” έμεινε χωρίς ευρωπαϊκό στέμμα;

Γιάννης Ιωαννίδης: ένα όνομα, μια ιστορία για το ελληνικό μπάσκετ. Πρόκειται απερίφραστα για τον κορυφαίο Έλληνα προπονητή όλων των εποχών από άποψη τίτλων (12 πρωταθλήματα + 6 κύπελλα) αλλά και αντίκτυπου στο μπάσκετ της χώρας μας. Τα σάρωσε όλα στο πέρασμά του αλλά ένα πράγμα δεν κατάφερε ποτέ του: να κατακτήσει έναν ευρωπαϊκό τίτλο ώστε να “τσιμεντώσει” το μύθο του χωρίς αστερίσκους.

Γέννημα – θρέμμα Σαλονικιός και παίκτης του Άρη για ολόκληρη την καριέρα του, ο Ιωαννίδης υπηρέτησε το μπάσκετ της Θεσσαλονίκης με κάθε πιθανό τρόπο. Αμφιλεγόμενη φιγούρα; Οπωσδήποτε. Είχε τους φανατικούς φίλους του αλλά και τους ακόμα πιο φανατικούς εχθρούς. Την προπονητική του ικανότητα δεν την αμφισβήτησε ποτέ κανείς. Ήταν οι μέθοδοι του που έβγαζαν τους αντιπάλους από τα ρούχα τους. Προκλητικός και τσαμπουκάς καθώς ήταν άναβε ακόμα περισσότερες φωτιές στο απόλυτο ντέρμπι της πόλης, την τιτανομαχία μεταξύ του Άρη και του ΠΑΟΚ. Για τους ανθρώπους του ΠΑΟΚ ήταν το “κόκκινο πανί”, ο Νο1 εχθρός μέσα στην πόλη που έπρεπε να εξολοθρευτεί. 

Ο Ιωαννίδης κατέκτησε 8 πρωταθλήματα στον πάγκο του Άρη, 6 εκ των οποίων συνεχόμενα. Ήταν όμως το πρώτο, του 1979, που άλλαξε το ρου της ιστορίας τόσο του Άρη όσο και του ελληνικού μπάσκετ, καθώς εκείνο το καλοκαίρι κατέφθασε στην Ελλάδα ο Νίκος Γκάλης που επιθυμούσε να αγωνιστεί στον πρωταθλητή της χώρας, όποιος κι αν ήταν αυτός. Και αυτός ήταν ο Άρης του Ιωαννίδη, που ανέλαβε προπονητής αμέσως μετά την λήξη της αθλητικής του καριέρας και καθόρισε την απόφαση του Γκάλη αλλά και τη μοίρα του μπάσκετ στην Ελλάδα.

Ο Ιωαννίδης ζητούσε κυρίως τρία πράγματα από κάθε παίκτη τον οποίο προπονούσε: ταχύτητα στην σκέψη και την εκτέλεση, αυτοθυσία για την ομάδα και πάθος για τη νίκη. Μισούσε την στασιμότητα, την αδιαφορία και την μεμψιμοιρία. Κοουτσάριζε σαν παλαβός δίνοντας show από τον πάγκο αλλά οι τακτικές του πετύχαιναν απολύτως αυτό που ήθελε: να αφυπνίζει τους παίκτες του και να “χαλάει το μυαλό” των αντιπάλων του. Κάτι σαν το Ζοσέ Μουρίνιο του μπάσκετ δηλαδή. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι αυτά της δεκαετίας του 1990 ο “Ξανθός” κινούσε τα νήματα στο ελληνικό μπάσκετ. Είχε εξασφαλίσει τρομακτική εύνοια από τους έλληνες δημοσιογράφους που τον λάτρευαν για τις ατάκες αλλά και τα πάμπολλα “καυτά” θέματα που τους προσέφερε η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του. Μάλιστα, οι αθλητικογράφοι της εποχής δεν δίσταζαν να πάρουν ξεκάθαρα το μέρος τους σε πολλές κόντρες που είχε κατά καιρούς με διοικητικούς παράγοντες. Αυτό που του προσάπτουν πάντως οι εν Ελλάδι αντίπαλοι του, είναι το γεγονός ότι ο Άρης απολάμβανε ειδικής μεταχείρισης και από τους διαιτητές…

Η κυριαρχία του, λοιπόν, στην Ελλάδα ήταν αδιαμφισβήτητη. Το πρόβλημα ξεκινούσε όταν περνούσε τα σύνορα! Ο Άρης των 80s ήταν μια σούπερ ομάδα αλλά στην Ευρώπη υπήρχαν αντίστοιχα για να μην πούμε και ανώτερα σύνολα. Μετά την κρυάδα που πήρε στην παρθενική του συμμετοχή ο Άρης κόντρα στην Tracer Milano, όταν και κατάφερε να χάσει μέσα από τα χέρια του διαφορά 31 πόντων ( τα λέγαμε και στο άρθρο για τον Mcadoo), ακολούθησαν 3 σερί συμμετοχές σε Final Four. 

Το …κρίμα του Άρη

Τι έφταιξε όμως κι ο Άρης του “Ξανθού” έφτασε 3 φορές στην πηγή (ημιτελικός) αλλά νερό δεν ήπιε ποτέ; Σύμφωνα με τον Ιωαννίδη το σημαντικότερο πρόβλημα ήταν η απουσία ξένων παικτών και κυρίως Αμερικανών ψηλών. Στα περισσότερα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα επιτρέπονταν ήδη δύο ξένοι, τη στιγμή που στην Α1 δεν επιτρεπόταν κανένας. Στην Ευρώπη ο Άρης μπορούσε να έχει έναν ξένο αλλά ακόμη κι αυτός ήταν Έλληνας! Ο Λευτέρης Σούμποτιτς αναγνωριζόταν από τη FIBA ως Γιουγκοσλάβος ( είχε σλοβένικη καταγωγή) παρά το γεγονός ότι είχε ελληνικό διαβατήριο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι διοικούντες του Άρη κι οι έλληνες δημοσιογράφοι να συντηρούν μια θεωρία συνωμοσίας περί σέρβικου λόμπι στις θέσεις ευθύνης της FIBA, στην οποία Γενικός Γραμματέας ήταν τότε ο θρυλικός Borislav Stankovic. Η θεωρία υποστήριζε πως οι Σέρβοι φοβόντουσαν τον Άρη του Γκάλη και γι’ αυτό με το πρόσχημα της καταγωγής του Σούμποτιτς δεν επέτρεπαν στον Άρη να αγωνιστεί με ένα σπουδαίο Αμερικανό ψηλό, ώστε να μην έχει το πάνω χέρι απέναντι στις Παρτίζαν και Γιουγκοπλάστικα! Σύμφωνα με τους αθλητικούς ρεπόρτερ της εποχής όμως, υπήρχε ένα πολύ πιο απτό πρόβλημα: ο ίδιος ο Ιωαννίδης. Στα Final Four ο προπονητής του Άρη έχανε τον εαυτό του. Αγχωνόταν τρομερά από τη δυσκολία του εγχειρήματος και μετέδιδε το άγχος του στους παίκτες, που έβλεπαν έναν Ιωαννίδη που δεν είχε καμία σχέση με την κραταιά φιγούρα εντός συνόρων. Είναι η γνωστή η ιστορία από το F4 της Γάνδης του 1988 όταν απαίτησε να αλλάξουν ξενοδοχείο γιατί αυτό που είχε κανονιστεί να μείνουν είχε στο θυρεό του μια μαύρη γάτα. Ο Ιωαννίδης εκτός των άλλων, ήταν προληπτικός και πίστευε σε γούρια και γκαντεμιά! Κατά τη διάρκεια των αγώνων των F4 ήταν ακόμα πιο νευρικός από ότι συνήθως και γινόταν έξαλλος με τα πιο μικρά λάθη εκτοξεύοντας τις κλασικές κατάρες του προς τους παίκτες του. Κάπως έτσι ο Άρης δεν πέρασε ποτέ τον σκόπελο των ημιτελικών μετρώντας μία 3η και δύο 4ες θέσεις. 

Πιο κοντά από ποτέ με Ολυμπιακό!

Οι ευκαιρίες όμως δεν είχαν στερέψει για τον “Ξανθό”. Το 1990 κατηφόρισε για την Αθήνα και τον Ολυμπιακό για να εγκαθιδρύσει μια νέα αυτοκρατορία στην ομάδα του Πειραιά. Μπορεί την πρώτη χρονιά να έχασε το πρωτάθλημα από τον ΠΑΟΚ, όμως ακολούθησαν ακόμη 4 τίτλοι και μοιραία και εξαιρετικές πορείες και στην Ευρώπη. Το 1994 ο Ιωαννίδης έφτασε πιο κοντά από ποτέ. Αφού ξεπέρασε το εμπόδιο του αιωνίου Παναθηναϊκού στον ημιτελικό της Σαραγόσα, αντιμετώπισε στον τελικό ως το μεγαλό φαβορί την Μπανταλόνα του Ομπράντοβιτς. Οι χαμένες βολές του Πάσπαλι όμως και το απίστευτο τρίποντο του Cornelius Thompson στο τελευταίο λετπό του τελικού, του στέρησαν ένα σχεδόν σίγουρο τρόπαιο. Την επόμενη χρονιά θα έφτανε και πάλι στον τελικό που διεξαγόταν στο Τελ Αβίβ κερδίζοντας ξανά τον ΠΑΟ στον ημιτελικό! Ο Ζοτς είχε μετακομίσει στη Ρεάλ Μαδρίτης κι ήταν πάλι ο αντίπαλος του στο τέλος της διαδρομής. Η Ρεάλ ήταν απλά ανώτερη με τον Σαμπόνις να κάνει όργια κι έτσι δεν πήρε ποτέ τη ρεβάνς.

Το κύκνειο άσμα με ΑΕΚ

Η τελευταία του ευκαιρία ήρθε το 1998. Έχοντας μετακομίσει πια στην ΑΕΚ μετά την μεγάλη του κόντρα με τον Σωκράτη Κόκκαλη, ο Ιωαννίδης είδε το 1997 τον δικό του ουσιαστικά Ολυμπιακό να ανεβαίνει στην κορυφή της Ευρώπης και τον Ιβκοβιτς να πιστώνεται την επιτυχία. Η πρόκριση της ΑΕΚ στο Final Four της Βαρκελώνης σήμανε και το κύκνειο άσμα του Ιωαννίδη στο υψηλότερο επίπεδο της Ευρώπης. Στον ημιτελικό πήρε επιτέλους εκδίκηση από τον Ζοτς κερδίζοντας την Μπενετόν Τρεβίζο. Στον τελικό τον περίμενε ακόμη μια ιταλική ομάδα η Κίντερ Μπολόνια των Ντανίλοβιτς, Σάβιτς, Ριγκοντό και Ετόρε Μεσίνα στον πάγκο. Σε έναν από τους χειρότερους αν όχι τον χειρότερο από πλευράς θεάματος τελικό Euroleague, η Μπολόνια επικράτησε με 58-44(!) κι έτσι η τελευταία ευκαιρία του “Ξανθού” σπαταλήθηκε. Ο ίδιος ιπποτικά παραδέχθηκε την ανωτερότητα των Ιταλών.

Η ευρωπαϊκή κορυφή δεν ήρθε ούτε με την εθνική ομάδα με την οποία συμμετείχε στο Eurobasket του 2003. Τι κι αν η εθνική έμοιαζε ικανή να φτάσει μέχρι το τέλος της διαδρομής; Για μία ακόμη φορά, οι Ιταλοί έστησαν μπλόκο στον Ιωαννίδη στα προημιτελικά.

Ο “Μίδας” του ελληνικού μπάσκετ που ότι έπιανε γινόταν χρυσός στην Ελλάδα, στην Ευρώπη δεν τα κατάφερε εξίσου καλά. Όμως, όπως είχε πει κι ο ίδιος σε έναν Αμερικανό δημοσιογράφο παραμονές του τελικού της ΑΕΚ με την Κίντερ Μπολόνια όταν του θύμισε τις αποχτυχίες του: “Κύριε, όταν κάποιος φτάνει στις δύο κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης και μάλιστα με τέτοια συχνότητα, μάλλον είναι επιτυχημένος”.

Κι επειδή κανένα αφιέρωμα για Γιάννη Ιωαννίδη δεν είναι ολοκληρωμένο χωρίς τις μυθικές, cult στιγμές του απλά απολαύστε: