Interpol – Turn On The Bright Lights: 16 χρόνια μετά, τα φώτα παραμένουν λαμπερά

interpol Turn On The Bright Lights

Πρέπει να έκανε ζέστη εκείνο το βράδυ που πήρα την (μεγάλη) απόφαση να κάτσω κάτω (κάποια στιγμή) και να περάσω τις σκέψεις μου πάνω στο χαρτί. Πάντως, εκείνη η στιγμή ήρθε ένα βράδυ που είχε σίγουρα πολλή ζέστη Το καλοκαίρι είχε έρθει. Ειρωνεία, αν σκεφτώ ότι η πρώτη επαφή με το άλμπουμ είχε γίνει έναν Σεπτέμβρη, εκείνον τον Σεπτέμβρη που ελεύθερος αντίκριζα το κεφάλαιο “σχολή”. Η ελευθερία μου συνάντησε το κλουβί σκέψεων που λέγεται “Turn On The Bright Lights” και το αποτέλεσμα ήταν αν μη τι άλλο αξιοπερίεργο.

Μην σας ξεγελάει ο τίτλος. Εδώ δεν μιλάμε για καμία ωδή στην ευτυχία. Εδώ τα φώτα τρεμοπαίζουν και οι άνθρωποι παλεύουν με φοβίες, απωθημένα και πληγές. Και αν θέλετε μία ειλικρινή παραδοχή, ο δεύτερος δίσκος της μπάντας από την Νέα Υόρκη, ονόματι “Antics”, είναι πιο βατός στα αυτιά μου και προτίμησα να τον ακούσω πολλές φορές πριν μπω στα βαθιά νερά του TOTBL. Θα πρότεινα το ίδιο σε όσους ενδιαφέρονται.

(Η μπάντα αποτελείται από τους Paul Banks (τραγουδιστής, κιθάρα), Daniel Kessler (κιθάρα, φωνητικά) και Samuel Fogarino (ντραμς). Μέλος της μπάντας ήταν και ο Carlos Dengler (μπάσο) αλλά αποχώρησε το 2010).

Ο δίσκος ξεκινάει με το “Untitled”. Ο κιθαρίστας της μπάντας, Daniel Kessler, είπε πρόσφατα σε ένα βίντεο – αφιέρωμα στο TOTBL ότι αυτό το κομμάτι γράφτηκε καθαρά για να ανοίγει τον δίσκο και τις συναυλίες τους. Δεν δόθηκε τίτλος, γιατί δεν χρειαζόταν. Ήταν το ιδανικό κομμάτι για να ανοίξει ένα αριστούργημα της post – punk revival και στην συνείδηση των ακροατών του έμεινε έτσι – ο ορισμός του intro. Αρμονική εισαγωγή, η κιθάρα με το μπάσο σε ισορροπία, σε προετοιμάζουν κατάλληλα για την συνέχεια. “I will surprise you sometimes, I’ll come around, when you’re down” είναι τα μόνα λόγια που ακούγονται συνολικά στο κομμάτι, πριν αναλάβουν ξανά τα όργανα για την έξοδο, μέσα από ένα χάος σε αρμονία. Η είσοδος έχει γίνει ακριβώς όπως πρέπει για να μπει στο κλίμα ο ακροατής, κάτι που εκτιμάται όταν τελειώσει ο δίσκος.

Στην συνέχεια μπαίνει το “Obstacle 1”, ίσως το πιο αναγνωρίσιμο κομμάτι του δίσκου. Η επίσημη εκδοχή αναφέρει πως το κομμάτι γράφτηκε σε μία περίοδο λειψυδρίας για την μπάντα, όταν διάβασαν στις εφημερίδες για ένα μοντέλο που βρέθηκε πνιγμένη στην θάλασσα ένα πρωινό, ενώ η ανεπίσημη εκδοχή μιλάει για μία φίλη του τραγουδιστή της μπάντας, Paul Banks, η οποία δυστυχώς για την καρδούλα του ήταν μόνο φίλη (το επονομαζόμενο friendzone). Όπως και να έχει, και οι δυο εκδοχές ταιριάζουν γάντι στο κλίμα που θέλουν να φτιάξουν τα παιδιά. Το παρελθόν που είναι εκεί για να σε στοιχειώνει, οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια που περνάνε ή εν συντομία, ο χρόνος που αλλοιώνει, φθείρει κι εξαφανίζει πρόσωπα και μέρη (“But it’s different now that I’m poor and aging, I’ll never see this face/place again). Ταυτόχρονα ο ήρωας του άλμπουμ, παγιδευμένος στο κλουβί του, δεν χορταίνει στην σκέψη της ευτυχίας (της) κι ας βαραίνει την καρδιά του. Ίσως και να μην θέλει να δραπετεύσει από την συγκεκριμένη σκέψη , ενώ το σκοτάδι τον πλακώνει μέσα από κιθάρες και μπάσα σε ένταση, μία μελωδία που “στριγκλίζει”, φωνάζει για τον ήρωα που στο τέλος μονολογεί “She puts the weights into my little heart”.

Τρίτο στην σειρά το “NYC” (αρκτικόλεξο του New York Cares). Το άλμπουμ κυκλοφόρησε το 2002, την εποχή όπου η Νέα Υόρκη πάλευε να επουλώσει τις πληγές της 11ης Σεπτεμβρίου. Η ένταση πέφτει, ο Paul τραγουδάει “I’m sick of spending these lonely nights, training myself not to care” για να έρθει ο αντίλογος “Subway, she is a porno, and the pavements, they are a mess/I know you’ve supported me for a long time, somehow I’m not impressed” των απογοητευμένων από την ζωή κατοίκων της, περιγράφοντας άψογα τον νοητικό διχασμό που επικρατούσε μεταξύ των ανθρώπων της μεγαλούπολης. Ωστόσο, στο τέλος η σύμπνοια θα εκδιώξει την διχόνοια και οι Νεοϋορκέζοι θα εκφραστούν στο “It’s up to me now, turn on the bright lights”, εκφράζοντας παράλληλα και τον σκοπό για τον οποίο γράφτηκε το κομμάτι , ο οποίος δεν ήταν κάποιος άλλος πέρα από το να εκφράσει την ομόνοια των κατοίκων της πόλης τους. Αλλά το μεγάλο ατού είναι πως παρ’ότι η θεματολογία αλλάζει, δεν ξεφεύγει από την ροή της ιστορίας, καθώς το άλμπουμ δημιουργήθηκε πάνω (και) στα συντρίμμια των Δίδυμων Πύργων. Καθώς μιλάμε για την πρώτη επίσημη δουλεία τους, η διαχείριση είναι εξαιρετικότατη.

Πηγαίνοντας στο PDA, ομολογώ ότι ήταν το κομμάτι που κάποτε φοβόμουν να γράψω (έχω γράψει ήδη ένα κείμενο για το Outro του) περισσότερο απ’όλα τα άλλα. Ήταν ένα κομμάτι με το οποίο έχω περάσει αρκετά βράδια απέναντι από σκοτεινά, υψωμένα ντουβάρια, ένα κομμάτι που σε μαθαίνει πως να πας από τον παράδεισο στην κόλαση και πάλι πίσω. Το έγραψε ο Banks για μία πρώην του (έστω ότι όπου πρώην στο άλμπουμ η Χ), οπότε θα μπορούσες να πεις ότι ταιριάζει στην προηγούμενη πρόταση. Όλα όσα τον έδεσαν μαζί της, μα τώρα αποτελούν παρελθόν, βγαίνουν στο κομμάτι το οποίος κλείνει την αγία τετράδα του TOTBL. Στο ρεφρέν εκείνη θα κοιμάται βαθιά με τις ευλογίες του, όσο εκείνος θα την σκέφτεται, ενώ στην συνέχεια φτάνει σιγά σιγά στην αποδοχή ότι η σχέση τους τελείωσε κι εκείνος απομακρύνεται υπό την συνοδεία δυνατών χτύπων των μπαγκέτων στα ντραμς και αυξομειώσεων στον ρυθμό. Η ένταση κορυφώνεται στο Outro, το οποίο μπορεί να γίνει από γαλήνιο, κολαστήριο. Εκεί όπου το μπάσο είτε φέρνει ευφορία στην ψυχή σου, είτε την τρυπάει με όλο και μεγαλύτερη ένταση, πριν ο Kessler αρχίσει να λέει ότι υπάρχει κάτι να ειπωθεί ή να γίνει (Something here to say/Something to do). Η ελάχιστη ελπίδα χάνεται όταν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι όλα είναι μάταια και δεν υπάρχει τίποτα, καθώς η Χ κοιμάται βαθιά. Το Outro του PDA μπαίνει με σιγουριά στα καλύτερα της post punk revival εποχής, του είδους το οποίο πρώτοι ανέστησαν οι The Strokes, κι έχει την μαγική ιδιότητα να λατρευτεί σε όλες τις πνευματικές καταστάσεις, μα η πραγματική εκτίμηση ήρθε τώρα που πέρασα από τον παράδεισο στην κόλαση κι επέστρεψα. Εξάλλου, τα πράγματα δεν ήταν καλά για τον ήρωά μας στο κομμάτι, έτσι δεν είναι;

Η υποθετική ερώτηση της τελευταίας παραγράφου έρχεται να κολλήσει στην αρχή του επόμενου κομματιού, “ Say Hello To The Angels”, οπότε έπρεπε να κάνω ένα διάλειμμα, όπως πρόσταζε το κομμάτι. Το γρήγορο τέμπο φέρνει μία ιδανική αλλαγή κλίματος στο έως τώρα βαρύ και σκοτεινό πέπλο που κάλυπτε το άλμπουμ, με τον Banks να καλεί την “καλή” του – μέτριο παιχνίδι με τις λέξεις – να δραπετεύσουν, όντας κουρασμένος από την πόλη. Ωστόσο, δεν είναι απλά μία παραδοχή πως νιώθει κουρασμένος, αλλά κυρίως μία άτυπη εξομολόγηση προς την Χ. Η επιθυμία να δραπετεύσει και να αλλάξει έρχεται μέσω της ύπαρξής της, την οποία καλεί να χαιρετήσει τους αγγέλους σε ένα outro που χαρακτηρίζεται από κοφτά riffs και ήχους βγαλμένους από όμορφες εικόνες, από μία έξοδο από τις πολυκατοικίες με προορισμό την εξοχή.

Η απάντηση της Χ έρχεται στο “Hands Away”, το οποίο επιστρέφει στο νταρκ στοιχείο του δίσκου. Εδώ έχει απαλούς, μελαγχολικούς ήχους και κραυγές αγωνίας. Η Χ εμφανίζεται διστακτική, ο Banks πέφτει σε απόγνωση και τα πράγματα δείχνουν για άλλη μία φορά όχι καλά, όπως θα έλεγε μία ψυχή. Όπως και στο Untitled, τα λόγια είναι ελάχιστα, η φωνή του Paul πλέον γίνεται πιο δυνατή, βγάζοντας απόγνωση, ενώ ο ήχος γίνεται επίσης πιο έντονος. Νιώθεις τις κιθάρες να δίνουν το σινιάλο για να βυθιστείς όλο και πιο βαθιά στην κατάθλιψη που τριγυρίζει το κομμάτι, πριν το μπάσο μπει πιο έντονα για το μελαγχολικό κλείσιμο του κομματιού.

Επόμενο στην σειρά το “Obstacle 2” για το οποίο ο Banks είχε πει ότι γράφτηκε πριν από το 1, ωστόσο η επιλογή των τίτλων έγινε στην τύχη, καθώς δεν τους ενδιέφεραν ποτέ οι τίτλοι στα κομμάτια τους. Για την ακρίβεια, η μόνη σύνδεση μεταξύ τους είναι ότι και τα δύο κομμάτια έδωσαν τέλος σε διαστήματα λειψυδρίας που ταλαιπωρούσαν τους Interpol, οπότε μένουμε σε αυτό. Εδώ ο Banks μιλάει για μία κοπέλα την οποία εκτιμάει πολύ και είναι διαθέσιμος να προσπαθήσει για εκείνη, να αλλάξει και να μπει στον σωστό δρόμο. Το γρήγορο τέμπο με αρκετές εναλλαγές επανέρχεται, ο Paul της λέει ότι θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν μέχρι να μπει στον σωστό δρόμο κι ας πάρει καιρό. Από εκείνη απαιτεί να εμπιστευτεί τον εαυτό της , καθώς της αναφέρει ότι ο δρόμος είναι μεγάλος. Πλέον ξέρει ότι τώρα είναι η ιδανική ευκαιρία για να αλλάξει, ενώ κλείνει με το “It took time, then I found you”.

Στο “Stella Was A Diver And She Was Always Down”, το μεγαλύτερο κομμάτι σε διάρκεια του δίσκου, οι Interpol παίρνουν έμπνευση από την τριλογία βιβλίων “The Illuminatus!”, όπου ένας από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου συνευρίσκεται περιστασιακά με μία κοπέλα (βλέπε Stella) σε ένα υποβρύχιο. Το κομμάτι ξεκινάει με τον Banks να λέει “This one is called ‘Stella Was A Diver And She Was Always Down’”, το οποίο στην πραγματικότητα ο Paul το είπε αστειευόμενος με παγάκια στο στόμα του και μπήκε στην αρχή κατόπιν παρότρυνσης του παραγωγού, Peter Katis. Η Stella είναι μία προβληματική κοπέλα που πατάει στα όρια της παράνοιας κι έκανε και χρήση ναρκωτικών – καλά περνούσε σε γενικές γραμμές – τα οποία είχαν διαμορφώσει εν μέρει τον προβληματικό χαρακτήρα της. Ο αφηγητής μας αναφέρει πως είχε σχέσεις μαζί της – αναλυτικά, πολύ αναλυτικά – με την υπόκρουση δυνατών ντραμς και με κιθάρες/μπάσο σε ένταση. Ήταν απλά ένα παιχνίδι για εκείνον, είπε. Όμως η Stella έχει πεθάνει πια – από πνιγμό – και στο τέλος ο αφηγητής δεν αντέχει να λέει ψέματα. Ο ρυθμός πέφτει, εκείνος δεν μπορεί να κρυφτεί άλλο και την αναζητεί στον ύπνο του, όπου θα δει ξανά το άψυχο κορμί της στα κύματα να τον αποχαιρετά, πριν βυθιστεί στον ωκεανό.

Πίσω στο κλίμα της 11/9, το “Roland” γράφτηκε για έναν μουσάτο “φίλο” του Banks, έναν Πολωνό ο οποίος κουβαλούσε μαζί του 16 μαχαίρια σε δημόσιο χώρο και πιάστηκε. Ο τύπος του “χασάπη” δένει στο τοπίο και στις φοβίες των ανθρώπων της Νέας Υόρκης μετά την Πτώση, ωστόσο η άγνοια του ίδιου του ήρωα για την πράξη του (στις Η.Π.Α. δεν επιτρέπεται να κουβαλάς μαχαίρια σε δημόσιο χώρο) κρύβει το μήνυμα ότι ίσως και να μην είναι “χασάπης ανθρώπων”. Η άρνηση προσδιορισμού της ιδιότητάς του, σε συνδυασμό με τον κατάλληλο για κοπάνημα σε συναυλίες ρυθμό, κάνει ξεχωριστό αυτό το κομμάτι σε σχέση με τα υπόλοιπα. Εν τέλει, τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις οδηγούν σε αδιέξοδα που μας κρατάνε πίσω αρκετές φορές.

Ένα κομμάτι πριν από το τελευταίο, οι ανάσες γίνονται όλο και πιο βαριές, ενώ έχω ακούσει τρεις με τέσσερις φορές το κάθε κομμάτι για να καταλήξω κάπου στο χαρτί. Κάπου εκεί μπαίνει το “The New”, ένα post – break up κομμάτι όπου ο ήρωας έχει δώσει τα πάντα στην σχέση του και τώρα απλά θέλει να ζήσει ελεύθερος, όσο ο ήχος που τον συνοδεύει γίνεται μελαγχολικός. Ωστόσο, δεν μπορούν να ξεφύγουν από όλα όσα είχαν και η μετάβαση είναι δύσκολη. Ίσως τα βρουν κάποια μέρα, ωστόσο τώρα ο ήρωας νιώθει την ανάγκη να αμυνθεί και να μείνει μόνος του. Η πρώτη παύση φέρνει δυνατό ήχο – δείγμα της προσπάθειάς του να την αγνοήσει, πριν βρεθούν και αναγνωρίσει ότι δείχνει καλύτερα, οπότε θα του είναι πολύ πιο εύκολο να προχωρήσει. Κάπου εκεί ακολουθούν περίπου τρία λεπτά χαοτικών εναλλαγών ρυθμού με κιθάρες και μπάσο να ουρλιάζουν και να αλλάζουν τέμπο σε αρμονία, μεταφέροντας τις εναλλαγές συναισθημάτων σε ατόφιο, βρώμικο ήχο, πριν κλείσει με τον ρυθμό να επιβραδύνεται σιγά σιγά, αφήνοντας τον ακροατή με ένα κοφτό, σχεδόν ανακουφιστικό riff.

1,876 λέξεις πριν μπω στο τελευταίο κομμάτι. “Leif Erikson”, κυρίες και κύριοι. Για την ιστορία του τίτλου, ο Leif Erikson ήταν βασιλιάς της Ισλανδίας, ο οποίος θρυλείται ότι έφτασε μέχρι την Βόρεια Αμερική (πριν από τον Κολόμβο). Επίσης, Leif Erikson λεγόταν το υποβρύχιο στο “The Illuminatus!”, οπότε μάλλον αρκούμαστε στην σύνδεση με το Stella Was A Diver. Τα πράγματα δείχνουν να έχουν φτάσει στα όρια για το ζευγάρι του δίσκου (έστω ότι Paul και Χ, όπως προτιμήθηκε στο κείμενο) και ο ήχος γίνεται πιο καταθλιπτικός απ’ότι σε όλο το υπόλοιπο άλμπουμ. Ο Paul και η Χ είναι δυο αντίθετοι άνθρωποι, με την Χ να κατακρίνει τον συναισθηματισμό και την προσοχή στις λεπτομέρειες που χαρακτηρίζει τον Paul, και τον Paul να προσπαθεί να την κάνει να τον κατανοήσει, χωρίς ωστόσο να αποφεύγει τις επιθέσεις προς την ελαφρά καρδιά της και την ανεμελειά της. Η Χ μοιάζει να μην ανταποκρίνεται και τότε ο Paul προσπαθεί να την βοηθήσει, πηγαίνοντας με τα νερά της. Η ανεμελειά και η κυνικότητά της κρύβει παλιές πληγές και ο Paul θέλει να το παλέψουν μαζί, κάνοντας τις αναγκαίες υποχωρήσεις για να το πετύχει (I’ve been swinging all the time, think it’s time to learn your way/I picture you and me together in the jungle it would be ok), σε μία πρώτογνωρη εκδήλωση αγάπης για τα δεδομένα του άλμπουμ. Κάπου εδώ αρχίζει η κορύφωση του δράματος που ακολουθεί τον ήρωά μας σε όλο το Turn On The Bright Lights,καθώς πλέον βλέπει ξεκάθαρα πως έχει συναισθήματα για την κοπέλα και προσπαθεί να την κρατήσει κοντά του. Την καλεί κοντά του, της λέει ότι θα λύσουν τα θέματα μοναξιάς που αντιμετωπίζει και όλα θα είναι καλύτερα, ενώ η ένταση ανεβαίνει στην ατμόσφαιρα.  Σε ένα ηχητικά μπολιασμένο με αγωνία και θλίψη outro, ο Paul πλέον παραμιλάει από την αγάπη του για την Χ. “She says bief things, her love’s a pony/My love’s subliminal” λέει δύο φορές με ένταση και το τραγούδι κλείνει απότομα, αφήνοντας ερωτηματικά και αγωνία σχετικά με το αν τα κατάφερε ο ήρωάς μας.

Και σε τελική ανάλυση, δεν ξέρω αν ήταν αυτός ο στόχος των Interpol μέσα από αυτό το άλμπουμ. Καθ’όλη την διάρκεια του TOTBL ο ακροατής ακροβατεί ανάμεσα σε σχέσεις που φτιάχνουν και χαλάνε, την θέληση να δημιουργηθεί κάτι όμορφο μεταξύ δύο ανθρώπων τους οποίους δένει κάτι ή να το κρατήσει στην ζωή, ενώ όλα είναι κατά του ζευγαριού και το τέλος έρχεται. Όλα αυτά συμβαίνουν μέσα στο τοπίο της Νέας Υόρκης που παλεύει να επουλώσει τις πληγές της 11/9 και η κατάσταση γενικότερα δεν είναι η καλύτερη δυνατή για τους ανθρώπους της, αλλά είναι η καλύτερη συνθήκη για την γένεση του Turn On The Bright Lights και του ήρωά του, ο οποίος παλεύει μέσα από βρώμικους ήχους που δένουν αρμονικά με τις βρώμικες σκέψεις και προβληματισμούς του, τον έντονο συναισθηματισμό που τον διακατέχει και την συχνή απογοήτευση του από τις Χ ή από εκείνον κιόλας, να βρει μία διέξοδο. Αλλά αμφιβάλλω αν η διέξοδος είναι τόσο επιθυμητή διαμέσου μιας υγιούς σχέσης, όσο της σχέσης με τον εαυτό του, η οποία δοκιμάζεται σε κάθε νέα περιπέτειά του και του προκαλεί περισσότερους μπελάδες απ’όσους μπορεί να αντέξει η καρδούλα του.

Το Turn On The Bright Lights είναι μία διαδρομή στο σκοτεινό κλουβί του ψυχισμού και των ενδότερων σκέψεων, επιθυμιών και προβληματισμών που αντιμετωπίζει ο κάθε ενήλικας στα χαρτιά, μα μετέφηβος στην καρδιά. Και παρ’ότι από αυτή την μάχη θα περάσει ή θα περάσουν η/οι Χ, το Turn On The Bright Lights στο βάθος κρύβει το ερώτημα “Ναι, αλλά εσύ τι κάνεις με τον εαυτό σου;”. Οι Interpol πλέον μεγάλωσαν. Ο Carlos Dengler αποχώρησε και το TOTBL είναι 16 ετών. Τα άγουρα παιδιά από την Νέα Υόρκη θα βγάλουν νέο δίσκο, τον έκτο τους, στις 24 Αυγούστου, με τίτλο “Marauder”. Ήδη κυκλοφόρησε το πρώτο κομμάτι του δίσκου, το “The Rover”. Ερωτώμενος για το κομμάτι, ο Banks απάντησε ότι είναι καθαρά αυτοβιογραφικό, η αποτύπωση του γεμάτο μπελάδες και αστάθεια νεαρού Paul, όμοια με εκείνον που μαζί με τους Kessler, Fogarino και Dengler έβγαλαν τον πρώτο τους δίσκο, εκείνον που θα έβαζε την σφραγίδα του στην post – punk revival σκηνή όσο λίγες δουλειές. Ο τέλειος dark δίσκος, οι δυνατές κιθάρες που στριγκλίζουν και οι στίχοι που λυγίζουν στο σωστό μέρος, την σωστή στιγμή. Αλλά σε τελική ανάλυση, δεν είναι όλα μαύρα. Όλοι ζούμε μέσα μας με την προσμονή, την θέληση να λάμψουμε. “It’s up to me now, turn on the bright lights” είναι ο στίχος που θα μείνει στο τέλος, μαζί με τον τίτλο του δίσκου. Και στο τέλος, όλοι μπορούμε να ελπίζουμε.