Ο Νίκος Γόδας κοίταξε κατάματα το θάνατο

Ο Νίκος Γόδας κοίταξε κατάματα το θάνατο

«Ο ήλιος σκάει πίσω απ’τα βουνά και δε ξέρεις τι είναι πιο κόκκινο, η φανέλα που φοράει κατάσαρκα ο Νίκος, που οι λευκές λωρίδες της κοκκίνησαν από το αίμα, ή ο ήλιος

Στις αρχές του μήνα Νοέμβρη, ο Δήμος Κερατσινίου-Δραπετσώνας μετά από απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, αποφάσισε την μετονομασία του πρόσφατα ανακαινισμένου Δημοτικού γηπέδου ΑΓΕΤ Χαραυγή σε «Νίκος Γόδας», ως ελάχιστο φόρο τιμής σε μια εμβληματική μορφή για το χώρο του Ελληνικού αθλητισμού. Μια προσωπικότητα που πρωτοστάτησε στις μάχες του ΕΛΑΣ, κόντρα στις ναζιστικές βλέψεις κι όταν έπρεπε να πληρώσει με την ζωή του τις ιδέες του, επέλεξε να μην υπογράψει  συνθήκη μεταμέλειας.

Τα ξημερώματα της 19ης του Νοέμβρη του 1948 ο Ελασίτης Νίκος Γόδας, εκ των βασικών μεσοεπιθετικών της Ομάδας του Ολυμπιακού από το 1942, βλέπει κατάματα τους εκτελεστές του, φορώντας την ερυθρόλευκη φανέλα και ένα άσπρο σορτ, όπως μαρτυρούν οι αφηγήσεις στο βιβλίο του συντρόφου του Σταμάτη Σκούρτη. Έχει καταδικαστεί εις θάνατον κατά την διάρκεια του Εμφυλίου στις φυλακές της Κέρκυρας και το νησάκι Λαζαρέτο, ο τόπος των εκτελέσεων, εξακολουθεί να παραμένει το άνδρο των κομμουνιστών που αρνήθηκαν να υπογράψουν.




Ο αθλητισμός εν γένει έχει μπει «στο γύψο» σε ότι αφορά τις προσπάθειες επίσημων διοργανώσεων με τη μορφή που τις αντιλαμβανόμαστε, ωστόσο κατά την διάρκεια της κατοχής τα εν Ελλάδι λαοφιλέστερα αθλήματα επιχειρούν να αντέξουν στο χρόνο, μέσα από προσπάθειες κατά το δυνατό «επίσημες», όπως τουλάχιστον αποτυπώνει η Ιστορία, κυρίως στις μεγάλες πόλεις. Μεταξύ τους και το ποδόσφαιρο.

Για έναν εκ των σπουδαιότερων ποδοσφαιριστών της εποχής, όχι μόνο από άποψη φυσικών προσόντων, μα κυρίως σε ότι σχετίζεται με το μεγαλείο της ψυχής και τον δυναμισμό της προσωπικότητας, τα κιτάπια των χαλεπών καιρών πριν ακόμα η εποχή του Μεσοπολέμου αφήσει το στίγμα της στο συνολικό γίγνεσθαι του τόπου, καταγράφει ότι ο Γόδας έρχεται στη ζωή το 1921, γόνος προσφύγων από το Αϊβαλί, που μετά την Μυτιλήνη και την Κρήτη, έστησαν το βιός τους κάπου στην Κοκκινιά, στον Πειραιά. Εκεί ο ίδιος παίζει μπάλα πρώτη φορά και γίνεται…«ο Βασιλιάς του ξερού», προτού ακόμα γίνει γνωστός ως αθλητής του Ολυμπιακού.

Κατά την διάρκεια του πολέμου πλέον, περασμένα ’40, ο Γόδας δεν εκπληρώνει μονάχα το όνειρο της συμμετοχής του στο πρωτάθλημα με τη ριγέ φανέλα πλάι στον Αναματερό, τον Συμεωνίδη και τον Γραμματικόπουλο, αλλά εντάσεται ως μέλος του ΕΛΑΣ στον 5ο Επίλεκτο Λόχο της Κοκκινιάς.

Τα φωτογραφικά στιγμιότυπα, αφενός λόγω εποχής, αφετέρου ίσως λόγω της συγκεκριμένης προσωπικότητας που συναντά κανείς για την γηπεδική του σταδιοδρομία ελάχιστα, προλαβαίνει όμως να σημειώσει τα γνωστά επιτεύγματα σκοράροντας κόντρα στον Εθνικό και τον Απόλλωνα. Μάλιστα, παραμένει… πιθανά και λόγω αντιπάλου το διάσημο πλέον «Τον Μάιο του 1943 αγωνίζεται βασικός απέναντι στον Παναθηναϊκό στον τελικό ενός τουρνουά που διοργάνωσε ο Δήμος Πειραιά και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους πρωταγωνιστεί στον τελικό του Κυπέλλου Χριστουγέννων, όπου ο Ολυμπιακός συντρίβει 5-2 τον Παναθηναϊκό».

Μα ο Γόδας πλέον, δεν αγωνίζεται μονάχα ως βασικός σε ποδοσφαιρικές συναντήσεις, έχει διαμορφώσει πλήρως αντιναζιστικές ιδέες, μάχεται για τις έννοιες κοινωνικής αλλαγής που οραματίζεται με τους συντρόφους του και φτάνει να ηγείται του λόχου του στη μάχη του Μαρτίου του ’44. Παρών καταγράφεται και στις μάχες με τα τανκς του Σκόμπι στο νεκροταφείο της Ανάστασης του Πειραιά. Πριν τους Άγγλους όμως, έχει προηγηθεί η περίφημη μάχη της ΠΑΟΥΕΡ, ώστε να μην καταστρέψουν το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής οι Γερμανοί εγκαταλείποντας την Ελλάδα.

Το ημερολόγιο έγραφε 13 του Οκτώβρη 1944

Κάτι τέτοιο, θα σήμαινε την οριστική λευτεριά με τη λήξη του πολέμου αφενός, μα την πλήρη συσκότιση της Πρωτεύουσας και του Πειραιά αφετέρου, δίχως συγκοινωνίες, δίχως εργοστάσια, δίχως ηλεκτροδότηση στις οδικές αρτηρίες, τα δημόσιο κτίρια και τα νοικοκυριά.

Ο ΕΛΑΣ, έχει προβλέψει και αφού οι Γερμανοί ανατίναξαν τις εγκαταστάσεις της Shell και πήραν τη στράτα για το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρίας, κατατροπώθηκαν από τα τμήματα του ΕΛΑΣ, ύστερα από μάχη δυόμιση ωρών όπως καταγράφει ο Αλέξανδρος Ασωνίτης στην «Ελευθεροτυπία» τον Μάη του 2002, στην δημοσίευσή του «Στον τοίχο με κόκκινη φανέλα». Ο μεσοεπιθετικός του Ολυμπιακού ήταν εκ των συμμετεχόντων, εκείνων δηλαδή, που κατάφεραν να κρατήσουν τις εγκαταστάσεις «όρθιες».

«Nα ναι καλοκαιρία, να τον κοιτάω κατάματα, να δω πόσο σίγουρος είναι αυτός που με σκοτώνει».

Η συνέχεια του σύντομου βίου του, είναι γνωστή στους γράφοντες του 21ου αιώνα, μια και βρίσκουν τον Γόδα μακριά από τα στάδια. Αποσπασμένος στο Βελούχι, νοσεί από πνευμονία και επιστρέφοντας στην Αθήνα οι καλοθελητές του Εμφυλίου τον κατέδωσαν, το 1945, με αποτέλεσμα η πρώτη εξορία του να καταγράφεται στην Αίγινα. Δεν σιγάει το πάθος του για τη μπάλα, πρωταγωνιστεί στις αρένες που στήνουν οι κρατούμενοι στο νησί για να έρθουν σε επαφή με τόπι και προσπαθεί να κρατά ενεργές τις ποδοσφαιρικές ομάδες των φυλακών, μέχρις ότου καταδικασμένος εις θάνατον, θα καταλήξει στην Κέρκυρα πριν συνειδητοποιήσει ότι ως το απόσπασμα μεσολαβούσαν ακόμα 3 χρόνια.

Οι εφιαλτικές ημέρες στο νησί των Φαιάκων, απαντούν τον Γόδα να ονειρεύεται πώς θα οργανωθεί η ομάδα όταν λευτερωθούν. Κι εκείνος και ο Λούβαρης και ο Κουαφαδάκης. Παρακολουθούν ματς όταν τα ραδιόφωνα μεταδίδουν αγώνες. Μόνο πείσμα του, να μην τον πάρουν καταχείμωνο, μεσ’ στη βροχή και δεν μπορεί να ανταμώσει ολοκάθαρα τους «μακελάρηδες», όπως ο ίδιος περιγράφει στον Λούβαρη, γιατί θα τρέχει το νερό και θα τον δυσκολεύει. Δεν θέλει να του κλείσουν τα μάτια «με το έτσι θέλω». Θέλει «να ναι καλοκαιρία, να τον κοιτάω κατάματα, να δω πόσο σίγουρος είναι αυτός που με σκοτώνει».

«Θέλω να ζήσετε καλά. Πεθαίνω για την πατρίδα και τα ιδανικά μου»

Έτσι και συνέβη, μια μέρα του Νοέμβρη, 73 χρόνια πίσω. Σύμφωνα με τις διηγήσεις στο βιβλίο του Σκούρτη, όπως ακριβώς το ήθελε. Με το βλέμα καρφωμένο στους φονιάδες του και τα ρούχα του Ολυμπιακού κατάσαρκα.

Μάλιστα, στα σύγχρονα μας δημοσιεύματα, μνημονεύεται φωτογραφία [κεντρική εικόνα] που αποστέλλει στην οικογένειά του, αναφέροντας ως εξής:

«Αφιερωμένη στη μανούλα μου και στον πατέρα μου εις ένδειξη σεβασμού και αγάπης. Φυλακές Κέρκυρας 22/2/48».