Πάμπλο Λάσο : Η εκδίκηση του “ταβερνιάρη”

Πάμπλο Λάσο

Είναι πολλές φορές δίκοπο μαχαίρι το να αναλαμβάνεις το πόστο του προπονητή μίας πραγματικά τεράστιας ομάδας. Σε έναν κόσμο που για τις ομάδες που διεκδικούν τον χαρακτηρισμό των “γεννημένων νικητών” το μοναδικό αποδεκτό αποτέλεσμα είναι η νίκη, είναι πολύ δύσκολο το να αναλάβεις, να πετύχεις και φυσικά να διατηρήσεις με επιτυχία το πόστο του “καπετάνιου”. Και ακόμα και αν το καταφέρεις, είναι πολύ εύκολο όλο αυτό για κάποιους να μην σημαίνει τίποτα, αν δεν εκπληρώνεις τα αρχετυπικά χαρακτηριστικά που θα ήθελαν για τον άνθρωπο που διαχειρίζεται αυτή τη θέση. O “Καρπουζάς” Σάντος, ο “Γέρος” Ρεχάγκελ, ο “μυρωδιάς” Ρανιέρι και φυσικά για να πάμε και στο μπάσκετ αλλά και εκτός Ελλάδος, τίποτα πιο χαρακτηριστικό από τον “Ταβερνιάρη” Λάσο. Ας μιλήσουμε λοιπόν για τον τελευταίο.

Pablo Laso: “El ladrón de la ACB”

Πάμπλο Λάσο : Η εκδίκηση του "ταβερνιάρη"

Πριν πάμε στον προπονητή, ας περάσουμε λίγο από τον παίκτη Πάμπλο. Για όσους δεν γνωρίζουν τι εστί Πάμπλο Λάσο ως παίκτης, απλά να κάνουμε ένα γρήγορο ρεζουμέ του βιογραφικού του. Ο μεγαλωμένος μπασκετικά στην Μπασκόνια (ομάδα της πόλης του, Βιτόρια) Πάμπλο Λάσο, πέρασε όλα τα χρόνια της 19ετούς καριέρας του, με την εξαίρεση ενός το οποίο βρέθηκε στην Ιταλική Τριέστε, στην Ισπανία. Σε αυτά τα 18 χρόνια του στο Ισπανικό πρωτάθλημα, ο Λάσο κατάφερε να μείνει στην ιστοριά και να γράψει δύο ρεκόρ που για την ώρα φαντάζουν πολύ δύσκολο να σπάσουν.

Ο βραχύσωμος και οριακά…. αμπάσκετος σωματικά Λάσο (1.78 ύψος) είναι ο μεγαλύτερος κλέφτης (όπως είναι στα ελληνικά η λέξη “ladrón”) αλλά και ο καλύτερος πασέρ στην ιστορία της ACB. Σε 18 σεζόν και 624 παιχνίδια, ο Λάσο κατάφερε να γράψει 2896 ασίστ με μέσο όρο 4.64 ασίστ ανά αγώνα, και 1219 κλεψίματα με μέσο όρο 1.95 ανά αγώνα! Για να τα βάλουμε αυτά σε ένα μικρό πλαίσιο συζήτησης, μέχρι το τέλος της σεζόν 2018-19, οι μοναδικοί εν ενεργεία παίκτες που ίσως τον πλησιάζουν λίγο είναι ο 42χρονος Albert Oliver (πάνω από 800 ασίστ μακριά – 4ος All time), o 37χρονος Μαρσελίνιο Χουέρτας (5ος All Time) και ο 14ος all time Σέρχιο Γιουλ. Αντίθετα, κανείς εν ενεργεία παίκτης δεν βρίσκεται ούτε καν κατά προσέγγιση κοντά σε ό,τι έχει να κάνει με την λίστα των κλεψιμάτων!

Η καριέρα του Ισπανού γκαρντ τον έφερε φυσικά και στην Μαδρίτη, όπου φόρεσε τα χρώματα της Ρεάλ και κέρδισε δύο τίτλους (ένα Σαπόρτα και ένα Κύπελλο), ενώ ήταν και από τις λατρείες του τότε προπονητή του και μετέπειτα αντιπάλου του στους πάγκους, Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς! Εγκεφαλικός παίκτης, μία έκφραση που καταντάει κλισέ για όταν μιλάμε για έναν πλέι μέικερ, αλλά που στην περίπτωση του Λάσο ισχύει στο ακέραιο, κατάφερε να ξεχωρίσει ώστε να γράψει και πάνω από 60 συμμετοχές με την φανέλα της Ισπανικής εθνικής ομάδας, γράφοντας μία όχι λαμπρή, αλλά σίγουρα αρκετά πάνω του μετρίου καριέρα ως παίκτης.

Ο “Ταβερνιάρης” και η ανάσταση της κοιμώμενης Βασίλισσας

Πάμπλο Λάσο : Η εκδίκηση του "ταβερνιάρη"

Και αν ο παίκτης Λάσο ήταν άγνωστος, κυρίως στους νεότερους ηλικιακά, ο προπονητής Λάσο δεν ήταν άγνωστος, απλά ήταν εντελώς υποτιμημένος. Ξεκινώντας την καριέρα του από την άσημη ομάδα της Καστεγιό, ομάδας προαστίου της Βαλένθια, και έπειτα δοκιμάζοντας την τύχη του στην μεγάλη ομάδα της περιοχής, τις Νυχτερίδες, χωρίς επιτυχία, ο Λάσο βρήκε το πρώτο του λιμάνι στην πατρίδα του, την χώρα των Βάσκων. Η ομάδα της Γκιπούθκοα, η οποία τότε είχε το όνομα της Μπρουέσα (και μετέπειτα… άκουγε στο Λαγκούν Άρο, γιατί όπως κάθε ισπανική ομάδα που σέβεται τον εαυτό της πρέπει να αλλάζει τα ονόματα της σαν χαρτομάντηλα) μεγάλωσε απότομα με τον Λάσο στο τιμόνι, παίρνοντας για δεύτερη φορά στην σύντομη ιστορία της την άνοδο στην ACB και αυτή τη φορά καταφέρνοντας να χτίσει μία ομάδα που όχι απλώς θα έκανε το ασανσέρ, αλλά θα ερχόταν για να μείνει.

Προφανώς και ο ανερχόμενος Λάσο δεν θα έμενε για πολύ στην επαρχία της Ντονόστια. Τότε ήταν που η πόρτα της Ρεάλ χτύπησε και εκείνος αποκρίθηκε. Για να καταλάβουμε τι έκανε και συνεχίζει να κάνει ο Λάσο στην Μαδρίτη, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τι έκανε η Ρεάλ προ της πρόσληψής του. Μπορεί στο ποδόσφαιρο να ζούσε τις χρυσές εποχές των Galacticos, αλλά και της δεύτερης αναγέννησης με τις μεταγραφές των Ronaldo, Kaka και λοιπών πανάκριβων αποκτημάτων, αλλά στο μπάσκετ, οι “Blancos” περνούσαν μια εικοσαετία που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει και πέτρινη.

Από το 1994 και την κατάκτηση των back to back τίτλων στην ACB, η Ρεάλ είχε κερδίσει μόλις 3 φορές το πρωτάθλημα, βλέποντας την πλάτη κυρίως της Μπαρτσελόνα και δευτερευόντως της Μπασκόνια. Ο τελευταίος μάλιστα τίτλος της στο Ισπανικό πρωτάθλημα είχε έρθει το 2007, 4 χρονιές δηλαδή πριν τον ερχομό του Λάσο. Στην Ευρώπη τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς της είχε χαρίσει τον τίτλο το 1995, αλλά από τότε είχε μία κατάκτηση EuroCup, μία κατάκτηση ULEB και μόλις δύο Final 4 Ευρωλίγκας, το 1996 και το 2011!

Η εποχή Λάσο συνδυάστηκε με ραγδαία άνοδο της ομάδας της Μαδρίτης αγωνιστικά και φυσικά και την επιστροφή της στους τίτλους. Παρέα με έναν πυρήνα εξαιρετικά χαρισματικών παικτών, ο Λάσο χάρισε στην Ρεάλ 5 πρωταθλήματα, 6 Κύπελλα Ισπανίας και 2 τίτλους Ευρωλίγκας με συμμετοχές σε 7 Final 4! “Και γιατί πρέπει να κάνουμε αυτό το άρθρο;” θα αναρωτηθεί κανείς. Γιατί όπως και να έχει τα παραπάνω είναι πολύ εντυπωσιακά για έναν προπονητή, πόσο μάλλον για έναν προπονητή που δεν είχε και πολλές άλλες παραστάσεις υψηλού επιπέδου στην καριέρα του στους πάγκους.

Να είναι ακριβώς αυτό; Να είναι το παρουσιαστικό του, η κοιλίτσα και η φαλάκρα του; Να είναι τα υψηλά ποσά τα οποία έχει να διαχειριστεί κάθε χρόνο όντας στο τιμόνι ενός αθλητικού κολοσσού όπως είναι η Ρεάλ; Το πιο πιθανό είναι να είναι λίγο από όλα. Άλλωστε ο κόσμος, ειδικά στην “μπασκετομάνα” Ελλάδα έχει μάθει να κρίνει και να κατακρίνει οτιδήποτε δεν ταιριάζει στις φόρμες που ο ίδιος θέτει ή δεν έχει την “εικόνα” για να συνοδεύσει την “ουσία”

Όπως και να έχει, ο Λάσο είχε αδίκως κατηγορηθεί ως “ταβερνιάρης” και η πορεία του πλέον δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν. Με τον Βάσκο κόουτς η Ρεάλ βρήκε ξανά (μετά από 20 ολόκληρα χρόνια) την ταυτότητά της και την υγειά της. Είναι μία ομάδα επιθετική, που την τελευταία δεκαετία δεν έχει σταματήσει να πατάει το γκάζι. Παίζει όμορφο μπάσκετ, φύσει επιθετικό και το σημαντικότερο, διαρκώς βγάζει και αναπτύσσει νέους παίκτες. Ο Λάσο δεν είναι απλώς ένας καλός διαχειριστής παικτών, είναι πάνω απ’ όλα ένας προπονητής με όλη την μπασκετικότητα του όρου. Έχει αγκαλιάσει και δημιουργήσει σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος παίκτες όπως ο Σέρχιο Γιουλ, όπως ο Φακού Καμπάτσο και φυσικά ο Λούκα Ντόνσιτς. Έχει βάλει την προσωπική του πινελιά, ως ένας αξιολογότατος ποιντ γκαρντ και έχει μεταμορφώσει τα μεγάλα ταλέντα σε τεράστιους παίκτες. Έχει δώσει ευκαιρίες στον Ουσμάν Γκαρούμπα, έχει ξεπετάξει τον Νίκο Μίροτιτς.

Αν βέβαια θέλετε να ξεχωρίσουμε μία στιγμή, και η οποία για εμένα όχι απλώς άλλαξε άλλά απογείωσε την άποψή μου για τον Λάσο, είναι αυτό το μικρό ενσταντανέ με τον μικρό Λούκα Ντόνσιτς:

Ο Λάσο κατσάδιασε τον 17χρονο βγάζοντάς τον αλλαγή σε ένα παιχνίδι της σειράς του 2017 με την Νταρουσάφακα, και εκείνος όπως ήταν λογικό, δεν μπόρεσε να το διαχειριστεί. Η μικρή του ηλικία ήταν κάτι που τον έκανε μία ιδιαίτερη περίπτωση, γιατί πολλά ταλέντα έχουν καεί επειδή πήραν μεγάλη έκθεση πολύ νωρίς στην καριέρα τους, και επειδή δεν είχαν κάποιον να λειτουργήσει όχι απλώς ως προπονητής, αλλά και ως παιδαγωγός. Ο Λάσο, μόλις λίγες στιγμές μετά θα αφήσει τον αγώνα και θα πάει στον πάγκο, θα τον πάρει μία αγκαλιά και θα τον παρηγορήσει λέγοντας του κάποιες συμβουλές, ενώ το 99% των προπονητών εκείνη τη στιγμή απλά θα ασχολούνταν με τον αγώνα που έτρεχε και που τελικά η Ρεάλ έχασε.

Η αθλητική παιδεία του “ταβερνιάρη” δεν επέτρεπε άλλωστε τίποτα λιγότερο.