Σωπάτε καλέ που δεν σας άρεσε ο τέταρτος κύκλος του La Casa de Papel

Σωπάτε καλέ που δεν σας άρεσε ο τέταρτος κύκλος του La Casa de Papel

Γράφει ο Γιάννης Μπελεσιώτης

Με ρώτησαν αν μπορούσα να συνοψίσω μέσα σε μερικές γραμμές, το πως αισθάνομαι εγώ τον τελευταίο ενάμιση μήνα, ο οποίος φυσικά μας βρίσκει διαρκώς σπίτι μας. Θα τον αποδώσω ως την «Αβάσταχτη ελαφρότητα της μαγευτικής καραντίνας». Ναι νομίζω πως αυτή η φράση ταιριάζει γάντι , σε όλο αυτό που έχουμε κληθεί να περάσουμε. Δόθηκε και ευκαρία στον κόσμο να κάνει πράγματα, που υπό κανονικές συνθήκες θα τα έκανε σε πολύ μικρότερο βαθμό. Όλοι ξεκίνησαν νέες ταινίες, νέες σειρές, καινούρια  video games και εγώ είδα όλες τις ρομαντικές χαζοταινίες για να καλύψω με επιτυχία επιτέλους τα τεράστια μου συναισθηματικά κενά.

Μέσα σε όλο αυτόν τον χαμό, βγήκε και ο τέταρτος κύκλος του «La casa de Papel» ή Money Heist ή «Η τέλεια ληστεία» ή «Όταν η Τόκιο συνάντησε τον Ρίο και στο background έπαιξε το Can’t take my eyes of you». Γενικά κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος , έκανε αυτά που περιμέναμε, έκανε μερικά που δεν τα περιμέναμε και έκλεισε φυσικά με την υπόσχεση πως θα πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστον έναν ακόμη κύκλο. Το ελληνικό κοινό δεν πήρε πολύ καλά τον τελευταίο βέβαια. Στα  social media, το μάτι μου πήρε ένα συνεχόμενο κράξιμο. Οι τηλεθεατές ένιωσαν πως  ο πρόσφατος κύκλος, ήταν πολύ αργός, σεναριακά και σκηνοθετικά αδύναμος. Μάλιστα αν τους δώσω λίγο χρόνο , θα σκεφτούν και πολλά ακόμα πράγματα να μας πούνε. Σήμερα με μαθηματική, χειρουργική ακρίβεια θα προσπαθήσουμε να αποδομήσουμε την άποψη τους και να σας εξηγήσω γιατί δεν έχει νόημα να κρίνουμε τα πάντα με τον ίδιο τρόπο.

Αρχικά πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας, πως το Casa de Papel  ξεκίνησε χωρις τυμπανοκρουσίες, πολλά μέσα να το σπρώχνουν και στο ελληνικό κοινό ήταν άγνωστο. Βασικά όχι μόνο στο εν Ελλάδι αλλά και στο παγκόσμιο κοινό. Μόνο οι Ισπανοί πρέπει να είχαν καταλάβει τι διαμαντάκι είχανε στα χέρια τους και αυτοί όμως ελέγχονται γιατί μέσα στα τόσα «ίχο ντε πούτα» της Ισπανικής γλώσσας  , μπορεί να χαθείς είναι η αλήθεια. Η φάση δεν άργησε να γίνει from zero to hero, με το Netflix να μην μένει με τα χέρια σταυρωμένα και να αναλαμβάνει την παραγωγή  της σειράς. Περισσότερα λεφτά έπεσαν και η αναγνώριση για το cast δεν άργησε να έρθει. Ο πωπός της Τόκιο άρχισε να παίζει σε άπειρες οθόνες και το La Casa de Papel έγινε το απόλυτο trend.  Πολλοί λάτρεψαν τον αντισυστημικό χαρακτήρα που πήρε η σειρά ήδη από τον πρώτο κύκλο και μας ζάλισαν δύο σερί απόκριες με τις κόκκινες στολές και τις μάσκες των Νταλί.

Θα πάρετε ένα καλό μάθημα σήμερα φίλοι και φίλες. Πολλά πράγματα στη ζωή είναι σαν τις ερωτικές σχέσεις που κάνουμε . Οι σειρές και οι ταινίες δεν ξεφεύγουν από αυτό τον κανόνα που έχω δημιουργήσει εγώ ο ίδιος στο κεφάλι μου. Στην αρχή γνωρίζεις κάποια, ερωτεύεσαι τα πάντα πάνω της, πεθαίνεις με το χιούμορ της, με τα καστανά μαλλιά της, με την οξυδέρκεια της και με  το πεταχτό πωπουδάκι της.  Όλα σου φαίνονται τέλεια και δεν παρατηρείς κανένα ψεγάδι. Όσο συνεχίζεις να αλληλεπιδράς μαζί της, τότε η τριβή σου μαζί της γίνεται μεγαλύτερη και είναι απόλυτα λογικό να έρθει και ένα είδος κούρασης. Εκεί η αγάπη θα μιλήσει και θα συνεχίσεις να προσπαθείς ως το τέλος. Πολλές φορές δεν το θέλουμε αλλά κάποιες φορές δεν μπορούμε να ελέγξουμε αυτό το είδος κόπωσης και το τέλος της σχέσης έρχεται. Ακριβώς το ίδιο γίνεται με τις σειρές. Στην αρχή γίνονται το κόλλημα μας, μετά βρίσκομε μερικά πραγματάκια που μας χαλάνε σε αυτές αλλά από την αγάπη μας θα συνεχίσουμε να τις βλέπουμε και τέλος μπορεί να έρθει η οριστική ρήξη με αυτές. Simple as that, είναι όμως έτσι?

Ξαφνικά ο μέσος Έλληνας τηλεθεατής θυμήθηκε το πόσο τραγικό είναι το «La Casa de Papel». Οι Ταραντίνο της πορδής  πάτησαν δυνατά το enter στον υπολογιστή τους και αποφάνθηκαν για τα τεράστια προβλήματα της σειράς.  Αμέσως όλοι άρχισαν να λένε για  το αδυναμο σενάριο, τους μέτριους ηθοποιούς με  κάποιες εξαιρέσεις και την αργή, πολύ αργή πλοκή. Μπορώ να σας τα δώσω όλα αυτά τα επιχειρήματα και να τα αναγνωρίσω αλλά είναι σημαντικό  να θυμόμαστε τι μας υποσχέθηκε μία σειρά και τι μας δίνει στο τέλος. Τι θέλω να πω. Ας πούμε όταν το μακρινό 2009 ο Μάικλ Μπει ετοίμαζε την ταινία Transformers, περίμενα ότι θα πάω στο σινεμά και θα πάρω αυτό που μου υποσχέθηκε. Αντί αυτού, είδα την κατά τα άλλα συμπάθεια μου, Σία Λεμπούφ , να παίζει το πουλάκι του επί δύο ώρες με μία μικρή βοήθεια από την Μέγκαν Φοξ και μερικά κωλοφτιαγμένα αυτοκίνητα να θυμούνται αραιά και που ότι είναι γαμημένα Transformers. Από την άλλη όταν πήγα να δω το «Suicide Squad», πήρα τον Γουίλ Σμιθ να παίζει σε λούπα το «Fresh Prince of Bel Air» χωρίς καμία ντροπή.  Το Casa de Papel είχε αυτά τα προβλήματα ήδη από τις πρώτες σεζόν, ειδικότερα στην τρίτη που ήταν αρκετά αδύναμη. Δεν υποσχέθηκαν όμως ούτε υψηλά νοήματα, ούτε ερμηνείες για αγαλματίδιο Όσκαρ, ούτε τρομερό σενάριο και πλοκή. Υποσχέσθηκαν ότι για δύο φορές τον χρόνο, για κάποιες μέρες ή ώρες δεν θα κοιμάσαι και θα βλέπεις τα επεισόδια τους μονοκοπανιά. Αυτό ναι, το υποσχέθηκαν και το δίνουν, οπότε για μένα κανένα απολύτως πρόβλημα.

Γιατί ρε γαμώ το να γκρινιάζουμε με το οτιδήποτε. Γιατί να μην απολαύσουμε ότι αυτοί οι τύποι εκεί από την Ισπανία προσπαθούν με νύχια και με δόντια να μας δώσουν ένα «Die Hard» στα πλαίσια της τηλεόρασης? Αυτοί αμά είχανε λίγο μεγαλύτερο μπάτζετ, θα ανατίναζαν την Εθνική Τράπεζα της Ισπανίας. Καταλαβαίνω κάποιες από  τις φωνές κριτικής όμως. Έχουν πάρει όλα τα μεγάλα κλισέ, τα πέταξαν όλα μαζί, το συνδύασαν με την Ισπανική γλώσσα που κάνει όλους τους διαλόγους λιγάκι καλύτερους και έφτιαξαν αυτή την σειρά. Δεν ήθελαν να φτιάξουν την λίστα του Σίντλερ αλλά κάτι διαφορετικό και αφού αυτό στο τέλος σε κάνει να δεις όλα τα επεισόδια μέσα σε μία μέρα, τότε τέλος συζήτησης. Συμπονώ λίγο παραπάνω αυτούς που το κράζουν για τον λόγο ότι η σειρα απεμπόλισε τον αντισυστημικό χαρακτήρα της, όταν άρχισε να προβάρει πρώτη στα trends. Κάποιους όντως τους χάλασε αυτή η εξέλιξη και τους δικαιολογώ λίγο παραπάνω διότι περίμεναν όλο αυτό να έχει ένα μεγαλύτερο νόημα από αυτό που είχε ήδη. Δεν έχει αλλά από μένα no hurt feelings.

Αυτός είναι ο τρόπος που κρίνω τα πράγματα γενικότερα. Όλα είναι θέμα του τι μπορεί να σου δώσει κάτι και τι σου άφησε στην πραγματικότητα στο τέλος. Υπάρχουν καλοί και κακοί λόγοι να  περάσεις γεννεές δεκατέσσερεις κάτι το οποίο είδες στην τηλεόραση σου. Όμως πρέπει να έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας πως έχουμε 2020 και οι πληροφορίες που λαμβάνουμε για κάτι που θέλουμε να παρακολουθήσουμε είναι πραγματικά άπειρες για να μην ξέρουμε στην τελική τι θα δούμε. Οπότε αν κάτι  δεν μας κολλάει , δεν υπάρχει λόγος και για γκρίνια. Ένα απλό πάτημα του κουμπιού στο τηλεκοντρόλ αρκεί.