«Taking my talents to Piraeus»

«Taking my talents to Piraeus»

Το ξεκίνημα της 11ης Ιουλίου του 2010 ήταν πάρα πολύ βαρετό. Οι πανελλήνιες για τα παιδιά της ηλικίας μου μόλις είχαν τελειώσει και το ρεζερβουάρ είχε αδειάσει. Σχεδόν μηχανικά δίναμε ακόμη μαθήματα για τις ενδοσχολικές εξετάσεις τότε. Φυσικά τις είχαμε πάρει όλοι στην πλάκα. Περιμέναμε με αγωνία τις μέρες που θα κάνουμε τις πρώτες μας βουτιές νιώθοντας ελεύθεροι και καμία υποχρέωση να μην μας κρατάει πίσω πλέον.  Κύριο θέμα συζήτησης εκείνου του πρωινού ήταν ο τελικός του Μουντιάλ, που σαν πιτσιρικάδες είναι η αλήθεια πως τον περιμέναμε πως και πως. Το βράδυ ήρθε και όλοι στηθήκαμε μπροστά στις τηλεοράσεις μας για να δούμε το υπερθέαμα και το παιχνίδι που δημιουργήθηκε ο μύθος του κύριου Ντε Γιονγκ. Στο ημίχρονο του τελικού έγινε μία κίνηση που έμελε να αλλάξει τον μπασκετικό χάρτη της Ευρώπης. Ο Βασίλης Σπανούλης αποφασίζει να πάρει τα ταλέντα του από το ΟΑΚΑ και να μετακομίσει στον Πειραιά.

Λίγο πριν την ανακοίνωση του Σπανούλη από τους ερυθρολεύκους, είχε μεσολαβήσει η συνέντευξη κόλαφος του Λεμπρόν Τζέιμς για το που θα παίζει την πρώτη σου σεζόν μακριά από το Ohio και τους Cavaliers. Ήταν μια κινηση που σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν τράβηξε τα εκατομμύρια βλέμματα των Αμερικανών. Το Ευρωπαϊκό μπάσκετ δεν ήθελε να μείνει με σταυρωμένα τα χέρια και λίγες μέρες μετά ταράχθηκε συθέμελλα, καθώς ο MVP του Final 4 του Βερολίνου , μετακόμιζε στον αιώνιο αντίπαλο για να του δώσει μερικά πράγματα από αυτα που έλειπαν για να πατήσει την κορυφή.

Τώρα στα αλήθεια θέλω λίγο να φανταστείτε έναν δεκαεπτάχρονο μπασκετικό  φίλο του Ολυμπιακού το μακρινό 2010.  Το τμήμα που ποτέ δεν βαριέσαι στους Πειραιώτες , είχε αρχίσει να βρίσκει λίγο από την χαμένη του αίγλη, όμως κάτι έλειπε. Κάθε φορά που στο τέλος μέναμε με άδεια τα χέρια και ένα ακόμα «Nothing» έμπαινε στον τοίχο των αποδυτηρίων, απορούσαμε όλοι για το τι έχει συμβεί. Οι εξηγήσεις ήταν πολλές και με μεγάλο ενδιαφέρον συζητιόντουσαν στις καφετέρις της Πασαρέλας. Τα χρύσα χρόνια του Παναθηναϊκού, μερικές ατυχείς επιλογές παικτών και η αιώνια κατάρα που πλανάται πάνω από τα λάβαρα του ΣΕΦ που μας έκανε μάλιστα να δούμε την μεγάλη μας καψούρα Άρβιντας Ματσιγιάουσκας με πατερίτσες πριν καν καταφέρει να πιάσει την σπυριάρα με τα ερυθρόλευκα είναι μερικοί λόγοι που οι κούπες δεν βαφόντουσαν ερυθρόλευκες. Τότε όμως ήρθε αυτός και όλα άλλαξαν.

Το τμήμα είδε μέρες που νομίζω κανείς δεν περίμενε. Ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι είχαν στο μυαλό τους κατακτήσεις εγχώριων τίτλων και όχι ευρωπαϊκών διακρίσεων. Όχι όμως ο Βασίλης. Ο Βασίλης δεν μπορεί να αισθάνεται πως δεν τα διέλυσε όλα στο διάβα του. Λογικά την πρώτη μέρα στο ΣΕΦ σαν ένας άλλος Αττίλας ο Κατακτητής  άνοιξε έναν τεράστιο χάρτη της Ευρώπης πάνω σε ένα τραπέζι, κάρφωσε ένα μαχαίρι πάνω του, κοίταξε με αγριεμένο βλέμμα τους συμπαίκτες του και είπε με ύφος « τώρα θα αλλάξουμε τον ρου της ιστορίας». Όλοι μαζί το κατάφεραν , όμως την μπαγκέτα ώστε να παίξει η ομάδα αυτή την θεσπέσια μουσική, την κράταγε αυστηρά εκείνος. Λίγοι είναι εκείνοι που εξιτάρονται τόσο πολύ από την συνεχόμενη λήψη ευθυνών ακόμα και αν ξέρουν πως κάποιες φορές μπορεί να μην τα καταφέρουν. Ο Βασίλης πήρε την ομάδα στις πλάτες του και ξέρουμε που οδήγησε αυτό.

Ο Ολυμπιακός πριν από αυτόν είχε σχεδόν τα πάντα αλλά του έλειπε αυτό το κάτι για να γίνει πρωταθλητής και κυρίαρχος. Του έλειπε το wining mentality  και στην δεδομένη φάση δεν μπορούσε να το δημιουργήσει. Χρειαζόταν κάποιος να φέρει την τεχνογνωσία σε μια πολύ πληγωμένη ομάδα από τους δαίμονες της. Χαίρομαι που όλα έγιναν έτσι για να μας δείξουν πως δεν μετράνε πάντα τα μπάτζετ. Χρειάζονται μυαλό, καρδιά και στο τέλος να νιώθεις ότι τα έδωσες όλα για τους στόχους σου. Χωρίς αυτά τα απαραίτητα συστατικά τα λεφτά είναι απλά νούμερα. Αν ο Σπανούλης εκείνο το καλοκαίρι του 2010 δεν επέλεγε τον Ολυμπιακό, ίσως και να μην τα βλέπαμε. Όταν ο Στρατηλάτης είναι αυτός που πρέπει και κάνει αυτά που πρέπει, τότε θα φτιάξεις και το mentality των γύρω σου. Είδαμε τον Σλούκα να κάνει πράγματα και θαύματα ενώ ο Παπανικολάου ότι σουτ και να βάραγε στην Πόλη έβρισκε στόχο. Πολλοί χτίσανε καριέρες και αυτοπεποίθηση επειδή ξέρανε ότι εκείνος θα βγάλει τα κάστανα από την φωτιά και θα τους βγάλει από την δύσκολη θέση λήψης ευθυνών στα κλεισίματα των αγώνων.

Όπως συμβαίνει πάντα με τους μεγάλους έρωτες, δεν είναι πάντα όλα ρόδινα. Πάρτε παράδειγμα το σινεμά. Οι έρωτες του κινηματογράφου έχουν πάντα χιλιάδες προβλήματα να λύσουν, διότι τα τέλεια ζευγάρια είναι πολύ βαρετά. Η σχέση του Σπανούλη με τον Ολυμπιακό είχε τα δικά της. Μπορεί ο Βασίλης να λέει ότι ένιωσε όλα τα συναισθήματα στην ομάδα, τόσο αρνητικά όσο και θετικά. Μόνο τότε μπορείς να λες ότι είσαι γεμάτος στην πραγματικότητα. Οι μνήμες του να δείχνει τα αυτιά  του στον κόσμο της ομάδας δεν είναι τόσο μακρινές. Αυτή είναι και η απόδειξη πως ακόμα και οι πιο μεγάλοι μπορούν να βρεθούν στον τοίχο από την αμφισβήτηση. Ακόμα και τεράστιες προσωπικότητες όπως η δική του μπορούν να επηρεαστούν, αυτό όμως που τους κάνει να διαφέρουν από τους υπόλοιπους είναι πως δεν θα σταματήσουν να δουλεύουν για να δώσουν απαντήσεις. Κάποιες φορές θεωρώ πως και ο οργανισμός δεν τον προστάτευσε όσο έπρεπε. Η αγάπη του όμως είναι αγνή και μεγάλη για τον σύλλογο. Τον έκανε μόνο να πεισμώσει περισσότερο και περισσότερο και περισσότερο. Μέσα στην πενταετία που ακολούθησε έφτασε να γίνεται μια πολεμική μηχανή που δεν καταλάβαινε τίποτα και έφτασε στην προχωρημένη μπασκετική ηλικία των 38 να λογίζεται ακόμη ως ένα πάρα πολύ υπολογίσιμος αντίπαλος. Όμως έτσι είναι οι στρατηγοί. Επιλέγουν αυτοί το τέλος τους και το τι θα γράψει η ιστορία τους. Γι΄αυτό και διαφέρουν από τους υπόλοιπους. Μην τα ξαναλέμε

Βασίλη σε ευχαριστώ που πριν δέκα χρόνια πήρες τα ταλέντα σου και τα έφερες στον Πειραιά. Δεν ξέρω να φτάνει αλλά θέλω να το ξέρεις. Όταν βρω το θάρρος να σου μιλήσω στο γήπεδο θα στο πω και από κοντά.