“Θα κερδίζεις και θα χάνεις, αλλά πάντα με Δημοκρατία”

Σόκρατες

Ένας από τους εμβληματικότερους Βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές της ιστορίας γεννήθηκε μία μέρα σαν σήμερα στην Μπελέμ το 1954. Το όνομα του, Σόκρατες Μπραζιλέιρο Σαμπάιο ντε Σόουζα Βιέιρα ντε Ολιβέιρα, ή πολύ πιο απλά… Σόκρατες. Μεγαλωμένος διαφορετικά από τους περισσότερους ποδοσφαιριστές της χώρας του, ο “Σωκράτης” θα μείνει στην ιστορία όχι μόνο για το αστείρευτο ποδοσφαιρικό του ταλέντο, αλλά και για τις δημοκρατικές του “ανησυχίες” οι οποίες αναπτύχθηκαν σε μία περίοδο που μόνο δόκιμη δεν θα την χαρακτήριζες για τέτοιες σκέψεις.

Ο Σόκρατες, γιος μίας σχετικά ευκατάστατης οικογένειας, έλαβε από τον πατέρα του καθοδήγηση και παιδεία η οποία τον διαμόρφωσε σαν χαρακτήρα για το υπόλοιπο της ζωής του. Παράλληλα με το ποδόσφαιρο, ο ψιλόλιγνος μεσοεπιθετικός θα κατάφερνε να ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Ιατρική και να πάρει μάλιστα και άδεια άσκησης επαγγέλματος, κάτι που του έδωσε το προσωνύμιο “Γιατρός” αλλά και που τον βοήθησε και βιοποριστικά μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής καριέρας του.

Όμως, η εκπαίδευσή του δεν ήταν το μόνο πράγμα που τον διαμόρφωσε. Σύμφωνα με τον ίδιο, τον βοήθησε επίσης να συνειδητοποιήσει αρκετά πράγματα ένα περιστατικό που συνέβη το 1964, όταν στις 31 Μαρτίου ο στρατηγός Καστέλο Μπράνκο έδιωχνε τον Πρόεδρο Γκουλάρ με την βία, για να εγκαθιδρύσει στρατιωτική χούντα. “Είδα τον πατέρα μου να καίει πολλά από τα βιβλία του το 1964, κάτι που θεώρησα τραγελαφικό, καθώς ήταν πράγματα που λάτρευε. Κάτι δεν μου κολλούσε.” θα πει ο Σόκρατες στην βιογραφία του, συνειδητοποιώντας λίγα χρόνια αργότερα, όντας φοιτητής πλέον, ότι αυτό έγινε γιατί ο πατέρας του φοβήθηκε την λογοκρισία των Χουντικών.

Και πάμε δύο δεκαετίες περίπου αργότερα. Η Βραζιλία παραμένει υπό δικτατορικό καθεστώς, ενώ ο Σόκρατες, πέρα από τις σπουδές του στην Ιατρική που αναφέραμε παραπάνω, έχει γίνει “όνομα” στο Βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο. O Magrão (δηλαδή “ο αδύνατος”), είχε καταφέρει να πάρει την κληρονομιά του Pele, την όλη αυτή φιλοσοφία του “Jogo Bonito”, του όμορφου παιχνιδιού, και να την αποθεώσει. Ντελικάτος και τεχνίτης, παρά το σουλούπι του, ο “Γιατρός” ήταν ο ηγέτης μίας εκ των ομορφότερων εθνικών ομάδων της περασμένης χιλιετίας, της Βραζιλίας του 1982, η οποία μπορεί να μην κατάφερε να πάρει το τρόπαιο, αλλά σίγουρα κέρδισε τις εντυπώσεις, με πολλούς να την χαρακτηρίζουν ως ίσως την καλύτερη ομάδα που δεν κέρδισε το Μουντιάλ. Ο ίδιος μάλιστα, στο παιχνίδι με τη Σοβιετική Ένωση, θα σκοράρει ίσως το πιο διάσημο γκολ της καριέρας του, για το οποίο θα πει κυνικά: “Όχι, εκείνο δεν ήταν γκολ. Εκείνο ήταν ένας ατελείωτος οργασμός

Το “χτίσιμο” του Σόκρατες ως εικόνα του Βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου του έδωσε την ευκαιρία να το αλλάξει. Το ποδόσφαιρο στην χώρα της Λατινικής Αμερικής ακολουθούσε αρκετά τον τετράγωνο και απολυταρχικό τρόπο σκέψης του πολιτικού καθεστώτος της χώρας, με πολλές αντιλήψεις που ο ίδιος θεωρούσε οπισθοδρομικές (με πρώτη και καλύτερη αυτήν του Concentração, δηλαδή της “Συγκέντρωσης”, διαδικασίας που ήθελε τους ποδοσφαιριστές να μένουν απομονωμένοι σε ένα ξενοδοχείο το βράδυ πριν τον αγώνα ώστε να συγκεντρωθούν μακριά από φίλους και συγγενείς). Ο Σόκρατες, παίκτης της Κορίνθιανς εκείνη την εποχή, αποφάσισε, βλέποντας το ποδόσφαιρο ως μικρόκοσμο της Βραζιλιάνικης κοινωνίας, να δώσει το δικό του στίγμα.

Το 1981, άδραξε την ευκαιρία της αλλαγής τεχνικού διευθυντή στην ομάδα του μαζί με το αριστερό μπακ της Κορίνθιανς, Βλάντιμιρ Ντος Σάντος, και τον νέο πρόεδρο της ομάδας, Βαλντεμάρ Πιρές, για να ηγηθούν μίας προσπάθειας εκδημοκρατισμού όλων των διαδικασιών που αφορούσαν τον σύλλογο του Σάο Πάολο. Ύστερα από προτροπή του νέου Τεχνικού Διευθυντή, του (κοινωνιολόγου στο επάγγελμα, κάτι που μάλλον εξηγεί πολλά) Αντίλσον Μοντέιρο Άλβες, κατέληξαν σε ένα εναλλακτικό “μοντέλο διακυβέρνησης” και σε μία προσπάθεια που έμεινε γνωστή με το όνομα “Κορινθιακή Δημοκρατία” (Democracia Corinthiana). Το σκεπτικό ήταν απλό. Κάθε θέμα της ομάδας, όσο σημαντικό ή ασήμαντο κι αν ήταν (π.χ. η πρόσληψη του Ζε Μαρία ως προπονητή), αποφασιζόταν ύστερα από ψηφοφορία που περιελάμβανε άπαντες στην ομάδα, από τους παίκτες μέχρι τους φροντιστές. Οι επεκτάσεις του όμως, δεν έμεναν στο αμεσοδημοκρατικό μοντέλο διαχείρισης του συλλόγου.

Οι παίκτες της Κορίνθιανς έβγαιναν στα παιχνίδια κουβαλώντας διάφορα πανό ή αντικαθιστώντας τους χορηγούς της φανέλας και τα ονόματα πίσω στην πλάτη της με μηνύματα υπέρ της δημοκρατίας, υπέρ των εκλογών και καλώντας τον κόσμο να δραστηριοποιηθεί και να βοηθήσει την επανασύσταση της δημοκρατίας στο Βραζιλιάνικο κράτος.Ο Σόκρατες ήταν το “poster boy” όλης αυτής της προσπάθειας, καθώς ήταν αυτός που ακουγόταν περισσότερο, ήταν αυτός που δεν φοβόταν να πανηγυρίσει με υψωμένη την γροθιά του ή να μιλήσει για την σημασία της ελευθερίας και την δύναμη της ψήφου.

"Θα κερδίζεις και θα χάνεις, αλλά πάντα με Δημοκρατία"

Σύμφωνα με τον Άντριου Ντάουνι, συγγραφέα της βιογραφίας του Σόκρατες “Για πρώτη φορά στην ιστορία της Βραζιλίας, ένας αθλητής είχε ένα μεγάφωνο στα χέρια του και όλοι οι φίλαθλοι τον άκουγαν.

Η Βραζιλιάνικη κοινωνία και οι πνευματικοί ταγοί της εποχής στάθηκαν μαζί με την προσπάθεια αυτή των παικτών της Κορίνθιανς, η οποία, στα τρία χρόνια που “έζησε” κατάφερε να γίνει κάτι πολύ μεγαλύτερο από το ποδόσφαιρο. Παράλληλα, το ότι και αγωνιστικά η ομάδα πήγαινε εξαιρετικά (Δύο σερί πρωταθλήματα το 1982 και 1983 μετά από ξηρασία 30 ετών), βοήθησε ακόμα περισσότερο. Αποκορύφωμα, η κατάκτηση του πρωταθλήματος του 1983, την οποία πανηγύρισαν βγάζοντας ένα πανό που έγραφε τη φράση “Ganhar ou perder mas sempre com democracia”, δηλαδή “Θα κερδίζεις και θα χάνεις, αλλά πάντα με Δημοκρατία“.

"Θα κερδίζεις και θα χάνεις, αλλά πάντα με Δημοκρατία"

Με την γλώσσα του ποδοσφαίρου, οι παίκτες καταφέρανε να υποκινήσουν ανθρώπους που δεν είχαν καμία πολιτική ταυτότητα. Η Δημοκρατία, που γεννήθηκε αρχικά σαν μία πρόταση για τις επαγγελματικές σχέσεις εντός ενός ποδοσφαιρικού συλλόγου, σύντομα εξελίχθηκε σε ένα πολιτικό γεγονός” θα εξηγήσει ο Σέλσο Ντάριο Ουνζέλτε, Βραζιλιάνος δημοσιογράφος.

Το τέλος της “Κορινθιακής Δημοκρατίας” θα έρθει το 1984. Ο Σόκρατες, βλέποντας το τέλος της Βραζιλιάνικης Χούντας κοντά, θα μιλήσει στο κίνημα “Άμεσες Εκλογές Τώρα” (Diretas Já), μπροστά σε 2 εκατομμύρια λαού, για τη σημασία της επανεγκατάστασης της δημοκρατίας. Εκεί, θα απειλήσει πως αν δεν γίνει αποδεκτή από το καθεστώς η διαδικασία Προεδρικών Εκλογών που προτάθηκε από την Αντιπολίτευση, τότε θα αφήσει την Κορίνθιανς και θα πάει στη Ιταλία, καθώς είχε επίσημη πρόταση από την ομάδα της Φιορεντίνα. Το Βραζιλιάνικο Κονγκρέσο αρνήθηκε την πρόταση τροποποίησης του Συντάγματος, και κάπως έτσι, ο Σόκρατες δεν μπόρεσε παρά να τηρήσει τον λόγο του και να πάει (για ένα μόλις χρόνο βέβαια) στην Ιταλία και την Φιορεντίνα.

Το νερό πάντως είχε μπει στο αυλάκι, καθώς το 1985, ο πρόεδρος Ζοζέ Σάρνει επιτάχυνε τις εκδημοκρατικές διαδικασίες, και το 1988 προχώρησε στην πολυπόθητη Συνταγματική αλλαγή, με την Βραζιλία να επιστρέφει στις “κάλπες” έπειτα από σχεδόν 30 χρόνια.

Όσο για τον Σόκρατες; Ο “Γιατρός” επέστρεψε στο σπίτι του, αγωνιζόμενος για την Φλαμένγκο αυτή τη φορά. Το 1986 πήγε ξανά στο Μουντιάλ, οπού έμεινε στην ιστορία για τις κορδέλες που φόραγε στο κεφάλι του, οι οποίες είχαν γραμμένα πολιτικά και κοινωνικά μυνήματα. Η υπόλοιπη ζωή του όμως, μέχρι το 2011 που απεβίωσε, χαρακτηρίστηκε κατά κύριο λόγο από τις καταχρήσεις, οι οποίες αποτέλεσαν και την μεγάλη αντίφαση του. Ένας άνθρωπος που πάλευε για την ελευθερία του Βραζιλιάνικου λαού, ήταν αρκετές φορές εσωτερικά ανελεύθερος, δέσμιος των δικών του καταχρήσεων, ζώντας με το ιδιαίτερο τρίπτυχο του “Πίνω, Καπνίζω και Σκέφτομαι.” Το τελευταίο, ήταν αυτό που τον έκανε τεράστιο εντός και εκτός γηπέδων. Τα δύο πρώτα, (και ειδικά το αλκοόλ) ήταν τελικά αυτά που του πήραν τη ζωή, μόλις στα 57 του.

Πηγές:

https://novaescola.org.br/conteudo/2131/democracia-corinthiana-futebol-e-politica

https://www.aljazeera.com/programmes/footballrebels/2013/03/2013312145718474996.html

https://medium.com/@yago.redua/o-que-o-futebol-e-a-democracia-corintiana-podem-nos-ensinar-3fbb407d7778

https://www.streetfootballworld.org/latest/blog/s-crates-win-or-lose-always-democracy