O θρύλος των πραγματικών “Cebollitas”

Cebollitas

Όλοι σχεδόν ξέρουμε – τουλάχιστον οι άνω των 20 – το γνωστό Αργεντίνικο παιδικό των “Cebollitas”, ή των “Ατρομήτων” όπως αυτό μεταφράστηκε στα Ελληνικά. Η παρέα των μικρών – πλην θαυματουργών – “φυντανιών” μίας ομάδας σε μία γειτονιά του Μπουένος Άιρες, που υπό τις οδηγίες του προπονητή Ρόκι Λουσέρο κατάφερε να φτάσει μέχρι και στο σημείο να εκπροσωπεί στο Παγκόσμιο Κύπελλο την Αργεντινή. Και όχι μόνο την εκπροσώπησε, αλλά με μότο της το τρίπτυχο “taco, sombrero y rabona” (“τακουνάκια, σομπρέρο και ραμπόνα”, με λίγα λόγια “ποικιλίες” τα αγαπητά μας παιδιά) την οδήγησε και στην κορυφή του κόσμου, νικώντας το Εκουαδόρ και χαρίζοντας στην Αργεντινή το Μουντιάλ, το τελευταίο της “Αλμπισελέστε” από το 1998 μέχρι και σήμερα.

Αρκετά όμως η αναδρομή στις παιδικές σειρές. Ο σκοπός αυτού του κειμένου άλλωστε δεν είναι για να μιλήσει για τους “Ατρόμητους” και τα κατορθώματά τους, αλλά για τον λόγο που η ομάδα αυτή της δημοφιλούς σειράς του Telefe πήρε το – Αργεντίνικο – όνομα της: “Cebollitas“.

Τα “Κρεμμυδάκια”, όπως είναι η ακριβής μετάφραση της ισπανικής λέξης “Cebollitas”, προέρχονται από το άμεσο παρελθόν του σπουδαιότερου Αργεντίνου που πάτησε ποτέ το πόδι του σε γήπεδο. Του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Συγκεκριμένα, μιλάμε για το ψευδώνυμο μιας εκ των παιδικών ομάδων των καλύτερων ίσως ακαδημιών της χώρας, αυτών των Αρχεντίνος Τζούνιορς. Tα “κρεμμυδάκια” καλλιεργούνται στο “Semillero“, το “Θερμοκήπιο” δηλαδή των Τζούνιορς, ομάδας της γειτονιάς La Paternal του Μπουένος Άιρες. Και όσο αστεία και αν φαίνεται η συγκεκριμένη ονοματοδοσία, όταν το σύστημα των ακαδημιών σου βαφτίζεται με όρους κηπουρικής, τότε μάλλον ξέρεις ότι κάτι γίνεται καλά στην ανατροφή των ποδοσφαιρικών σου “φυντανιών”. Άλλωστε, το να βγάλεις από μία παρέα χαρισματικών πλην άγουρων παιδιών έναν Μαραντόνα, έναν Ρεδόνδο, έναν Σορίν, έναν Καμπιάσο ή έναν Ρικέλμε θέλει την ίδια φροντίδα και την ίδια διαρκή προσοχή κατά την ανάπτυξή τους όσο και το να φυτέψεις ένα σπόρο, να τον ποτίσεις, να τον καλλιεργήσεις και να τον προστατεύσεις από τους εξωτερικούς κινδύνους μέχρι να ανθίσει και να φτάσει στην καλύτερή του κατάσταση.

Θέλει τέχνη να βγάλεις σταρ σε παραπάνω από μία γενιές ποδοσφαιριστών, κάτι που αποδεδειγμένα το έκαναν οι Αρχεντίνος Τζούνιορς. Όμως μία ομάδα, μία γενιά από αυτά τα ταλέντα ήταν η καλύτερη της ιστορίας – όχι μόνο των Τζούνιορς – αλλά και όλου του Αργεντίνικου ποδοσφαίρου σε επίπεδο ακαδημιών. Και φυσικά δεν είναι άλλη από τους Cebollitas.

Ο πρώτος σπόρος για την γέννηση τους, ήρθε το 1973 από τον άνθρωπο που είχε την ευθύνη του να προπονεί εκείνη την ομάδα. Ο Φράνσις Κορνέχο, ήταν ο υπεύθυνος των Αρχεντίνος Τζούνιορς για τους γεννηθέντες το 1960 και εκείνος που αποφάσισε με την ομάδα του να συμμετάσχει στους Εθνικούς Αγώνες Evita, που διεξάγονταν εκείνη τη χρονιά, με σκοπό την “ανάδειξη του φίλαθλου πνεύματος” και στους οποίους συμμετείχαν διάφορες παιδικές ομάδες σε ποικίλα αθλήματα. Ο Κορνέχο, φανατικός οπαδός των Αρχεντίνος Τζούνιορς, πήρε την απόφαση να κατεβεί με την ομάδα του χωρίς αυτή να έχει τα διακριτικά του συλλόγου, φοβούμενος – λένε οι φήμες – μήπως και τον ντροπιάσει σε περίπτωση διασυρμού του, ακόμα κι αν μιλάμε για ένα απλό ερασιτεχνικό τουρνουά. Αντ’αυτού, έπρεπε να χρησιμοποιήσει ένα άλλο όνομα, το οποίο έμελλε να ήταν το “Cebollitas“, καθώς, όπως παραδέχθηκε αργότερα και ο ίδιος, το θεώρησε αντιπροσωπευτικό του ρόστερ του, που αποτελούνταν από μικρόσωμους μπόμπιρες, με πρώτο και καλύτερο φυσικά τον πιο μικρό απ’όλους, τον Ντιεγκίτο.

O θρύλος των πραγματικών "Cebollitas"

Ο Μαραντόνα ως… κρεμμυδάκι

Ο Μαραντόνα βέβαια παραλίγο να μην αποτελέσει μέλος των Cebollitas. Ο πολύ καλός φίλος του μικρού Ντιέγκο, ο Γκόγιο Καρίτσο, τον οποίο γνώρισε και με τον οποίο μεγάλωσαν μαζί στη Βίγια Φιορίτο, μια απ’τις πλέον φτωχές και επικίνδυνες γειτονιές του Μπουένος Άιρες και ο οποίος έπαιζε στην Αρχεντίνος Τζούνιορς, πρότεινε το 1970 στον Κορνέχο τον Μαραντόνα, λέγοντας χαρακτηριστικά “Υπάρχει ένα παιδί στη γειτονιά μου το οποίο παίζει καλύτερα από μένα. Θες να το δοκιμάσεις;” για να του απαντήσει αρχικά ο Κορνέχο αρνητικά με το “Είμαστε ήδη πλήρεις“. Η επιμονή του Καρίτσο έδωσε το δικαίωμα στον Μαραντόνα να δοκιμαστεί, όμως ούτε εκείνο το δοκιμαστικό πήγε ιδανικά. Ο Κόρνέχο είδε μπροστά του ένα παιδί που φαινόταν αδύνατον να είναι πάνω από 10 ετών και έτσι Ντιέγκο και Γκόγιο έπρεπε εκείνη την ημέρα να κάνουν έναν αγώνα δρόμου από το προπονητικό κέντρο των Τζούνιορς στο σπίτι του Μαραντόνα, να πάρουν το πιστοποιητικό γέννησης και να αποδείξουν στον Κορνέχο ότι δεν τον κοροϊδεύουν, ώστε να μην χαθεί η μία και μοναδική ευκαιρία του μικρού. Ο Μαραντόνα έτσι έκανε το βήμα από τις αλάνες του Φιορίτο στους Cebollitas και – ευτυχώς για όλους μας – από εκεί ξεκινούσε το ταξίδι του στ’αστέρια.

Το πρώτο τουρνουά στο οποίο συμμετείχαν έληξε με εκείνους να κερδίζουν την πρόκριση από την ζώνη του Μπουένος Άιρες, επικρατώντας της Μπάντα Ρόχα, παιδικής ομάδας της Ρίβερ Πλέιτ και να κλειδώνουν ένα εισιτήριο για τα τελικά που έγιναν στην πόλη της Κόρδοβα. Εκεί, αντιμετώπισαν τους πρωταθλητές της περιοχής του Σαντιάγο Ντελ Εστέρο, ήρθαν ισόπαλοι 2-2 στην κανονική διάρκεια και ηττήθηκαν στα πέναλτι. Ο Μαραντόνα όχι μόνο δεν ξεκίνησε τον αγώνα, αλλά παρά το γεγονός ότι μπήκε μετά, δεν ήταν καν στις επιλογές του Κορνέχο για τα πέναλτι. Τον ικέτεψε μέχρι να του δώσει το οκ να βαρέσει το τέταρτο πέναλτι, το οποίο και τελικά έχασε. Οι μπόμπιρες του Κορνέχο ήταν απαρηγόρητοι και ο Ντιεγκίτο είχε πέσει στο γρασίδι και έκλαιγε. “Η μοναδική στιγμή που τον είδα έτσι ξανά ήταν όταν έχασε το Μουντιάλ του 1990 απέναντι στην Ιταλία. Έκλαιγε μέχρι να τον σηκώσει ο πατέρας του” έλεγε στην Αργεντίνικη εφημερίδα “Ole” ο Κουτσίγιο Σανταγκάτι, μέλος της ομάδας εκείνης.

Όμως αυτή η ήττα θα ήταν και η αρχή του θρύλου των Cebollitas.

Ένα χρόνο μετά ήρθε η ευκαιρία να πάρουν το αίμα τους πίσω. Στο τουρνουά του 1974, έφτασαν για άλλη μία φορά στον τελικό του Μπουένος Άιρες, αυτή τη φορά με αντίπαλη την ομάδα του Σαν Τέλμο. Ο αντίπαλος δεν είχε όμως σημασία. Οι Cebollitas απλά δεν θα δεχόντουσαν δεύτερη πίκρα. Το 7-2 ήταν τόσο συντριπτικό που η ομάδα της Ρίβερ, αντίπαλος των Τζούνιορς στον Εθνικό τελικό δεν κατέβηκε καν και ο Ντιέγο με την παρέα του στέφθηκαν πρωταθλητές! Από κει και έπειτα η αυτοπεποίθησή τους βρισκόταν στα ύψη και κανένας αντίπαλος δεν μπορούσε να σταθεί στον διάβα τους.

Οι Cebollitas κυριαρχούσαν στο ένα τουρνουά μετά το άλλο και κατέληξαν να παραμείνουν αήττητοι για 136 συνεχόμενα παιχνίδια, επίδοση που μέχρι και σήμερα θεωρείται απλησίαστη στο Αργεντίνικο ποδόσφαιρο. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο με μία παρέα πιτσιρικιών, της οποίας η φήμη έφτασε μέχρι το Περού και την Ουρουγουάη, χώρες που πήγε να δώσει φιλικά παιχνίδια. H ομάδα του Κορνέχο σάρωσε την 9η κατηγορία ( πρωτάθλημα Κ-14), έπειτα και την 8η κατηγορία (πρωτάθλημα Κ-15) και τελικά το τέλος του δρόμου ήρθε στην ένατη αγωνιστική του πρωταθλήματος Κ-16, στην οποία ηττήθηκαν με 1-0 από την ομάδα του Φέρο. Λίγο αργότερα μετά το τέλος αυτού του αξιομνημόνευτου σερί, ήρθε – απότομα – η επόμενη ημέρα. Έφτασε η ώρα το διαμάντι της ομάδας, ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, να προβιβαστεί στους άνδρες και να γίνει, λίγο πριν τα 16 του έτη ο νεότερος παίκτης που κάνει ντεμπούτο στο Αργεντίνικο πρωτάθλημα.

Μαραντόνα

Ο Μαραντόνα απέναντι στην Ατλέτικο Ταγιέρες, στις 20/10/1976 στο ντεμπούτο του με την Αρχεντίνος Τζούνιορς

H μετέπειτα πορεία των μελών των Cebollitas κάθε άλλο παρά ένδοξη ήταν. Πλην του Ντιεγκίτο, κανείς από τους υπόλοιπους παίκτες εκείνης της ομάδας δεν έκανε την καριέρα που το άγουρο ταλέντο τους έδειχνε ότι θα κάνουν. Oι Καραμπέλι, Λουσέρο, Ντελγάδο, Ντάλα Μπουόνα, Τσαμά και Τσάιλε έκαναν το άλμα για την Αργεντίνικη Πριμέρα, χωρίς να κάνουν κάποια ιδιαίτερη πορεία. Ο παιδικός του φίλος, Γκόγιο Καρίτσο, ήταν ίσως ο πιο ταλαντούχος παίκτης πλην του “Pibe d’Oro”, όμως ένας σοβαρός τραυματισμός έμελλε να του κόψει την καριέρα πριν καν αυτή αρχίσει. Έμεινε στο Fiorito, στο ίδιο σπίτι κοντά στο γηπεδάκι που ο πατέρας του είχε δημιουργήσει για να παίζει εκείνος και ο μικρός Μαραντόνα. Ο αρχιτέκτονας αυτής της ομάδας, Φράνσις Κορνέχο, έζησε μία ζωή με αρκετές οικονομικές δυσκολίες πρωτού “φύγει” το 2008, μετά από μάχη με τη λευχαιμία και ολομόναχος, δίχως οικογένεια δίπλα του. “Δεν θα ζητήσω ποτέ από τον Ντιέγκο κάτι. Με πλήρωσε και με το παραπάνω αυτά τα χρόνια που μπόρεσα να τον προπονήσω” θα πει κάποτε. Η δόξα αυτού και των υπόλοιπων άρχισε και τελείωσε σε μεγάλο βαθμό στα κάτι λιγότερο από 6 χρόνια της συνύπαρξής τους με τον Μαραντόνα ως “Κρεμμυδάκια”.

Στο τέλος της ημέρας όμως, η φήμη ήταν το λιγότερο που θα μπορούσαν να κερδίσουν από εκείνη την ομάδα. Το ποδόσφαιρο για τους Αργεντινούς άλλωστε είναι κάτι παραπάνω από ένα άθλημα. Και οι Cebollitas ήταν κάτι παραπάνω από μία ομάδα παίδων. Είναι ένας θρύλος και είναι μία οικογένεια .”Δημιουργήσαμε αυτήν την οικογένεια και όλοι ξέρουν ότι αν έχει κάποιος άπο εμάς πρόβλημα, μπορεί να λογαριάσει στους υπόλοιπους” είπαν στην Αργεντίνικη Ole σε κοινή συνέντευξή τους πριν λίγα χρόνια οι παίκτες των Cebollitas. “Θα είμαστε οι Cebollitas για μια ζωή και θα παραμένουμε για πάντα ενωμένοι.”