Ένας μύθος πολλών καρατίων

Ένας μύθος πολλών καρατίων

Το γεγονός πως το Κλειστό του ΟΑΚΑ και επονομαζόμενο «Νίκος Γκάλης» γέμισε από ανθρώπους κάθε ηλικίας το κατέστησε σαφές: ακόμα και όσοι δεν έζησαν τον κορυφαίο αθλητή που άγγιξε την πορτοκαλί μπάλα εντός Ευρώπης μπορούν να αντιληφθούν στο έπακρο την επιρροή του.

Κάποιες στιγμές της ζωής μας δεν είναι δυνατό να τις ξεχάσουμε ποτέ όσα χρόνια και αν περάσουν. Η γενιά των σημερινών 30άρηδων, και φυσικά και οι νεαρότεροι, δε έζησαν τη λάμψη του αστέρα Γκάλη, δεν ένιωσαν το μεγαλείο αυτού του αθλητή, δεν είναι εφικτό να καταλάβουν το πόσο σπουδαία ήταν η ύπαρξη του Άρη των 80s στην ελληνική κοινωνία.

Έχουν περάσει κάτι λιγότερο από 30 χρόνια από την τελευταία παράσταση του Νίκου Γκάλη εντός παρκέ. Είναι γνωστό τοις πάσι το τι συνέβη το απόγευμα της 18ης Οκτωβρίου 1994 στο Κλειστό του Μετς με το Γκάλη να αποχωρεί στο ημίχρονο με ταξί από το παιχνίδι του Παναθηναϊκού με τους Αμπελόκηπους. Ο «γκάνγκστερ» του ελληνικού μπάσκετ δεν ξαναέπαιξε ποτέ και ουσιαστικά εκείνη ήταν η τελευταία φορά που φόρεσε φανέλα και σορτσάκι αν και δεν αγωνίστηκε σε εκείνο το ματς.

Τα χρόνια που ακολούθησαν οι νεότερες γενιές γαλουχήθηκαν με μύθους και ιστορίες για το μυθικό αυτό αθλητή που άλλαξε τη ροή της ιστορίας όχι μόνο στο μπάσκετ αλλά στον επαγγελματισμό του αθλητισμού στη χώρα μας. Τίποτα δεν ήταν πια ίδιo στο θέμα της προπόνησης, στο θέμα της εμπορικότητας, στο θέμα του ανταγωνισμού. Ο «γκάνγκστερ» έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης με την εθνική ομάδα το 1987 αλλά πέρα από τους εγχώριους τίτλους δεν κατάφερε να πάρει την ύψιστη διάκριση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ούτε με τον Άρη ούτε με τον Παναθηναϊκό. Παρόλα αυτά η ακτινοβολία του είναι τόσο μεγάλη στο πέρασμα των χρόνων που λάμπει περισσότερο ακόμα και από πολυνίκες του αθλήματος.

Η μαγεία της στιγμής το απόγευμα της 4ης Αυγούστου 2023 είναι πως ο Γκάλης τιμήθηκε από μια γενιά ανθρώπων που δεν τον έζησαν και σε μια πόλη και ένα γήπεδο που δεν μπορεί να θεωρείται σπίτι του, όπως θα λέγαμε για το Αλεξάνδρειο. Η τιμή που του είχε γίνει το 2013 στη Θεσσαλονίκη από τον Άρη έμοιαζε σαν μια ζεστή αγκαλιά από τους ανθρώπους που κουβαλάνε την κληρονομιά του στα κιτρινόμαυρα. Αυτό που συνέβη στο ΟΑΚΑ, όμως, είναι μια συνολική υπόκλιση όλης της κοινωνίας για το έργο του κορυφαίου σκόρερ.

Ο Γκάλης εμφανίστηκε πιο «γήινος» από ποτέ. Αυτός που στην εποχή του θεωρούνταν απρόσιτος, ατσαλάκωτος, σκληρός και αγέλαστος έκλαψε όσο ποτέ. Μάλλον, για να είμαστε σωστοί, τον είδαμε να κλαίει γιατί ποτέ δε μάθαμε πως ξεσπούσε μακριά από τα φώτα των καμερών. Το νούμερο 4 θα άξιζε να στολίζει την οροφή κάθε κλειστού στην Ελλάδα προς τιμήν του μπασκετμπολίστα που έβαλε τα θεμέλια, έχτισε τις βάσεις και απογείωσε το μπάσκετ. Τίποτα δε θα ήταν ίδιο και σαφώς τα 9 τρόπαια Ευρωλίγκας και τα άλλα τόσα Σαπόρτα, Κόρατς και Eurocup θα φάνταζαν κάτι μακρινό.

Το βασικότερο ωστόσο είναι πως ο Γκάλης έμεινε άφθαρτος στο πέρασμα των χρόνων. Ακόμα και αν η πορεία του είναι χρωματισμένη κατά βάση στα κίτρινα, πέρα από την πορεία του με το εθνόσημο, δεν ξεθώριασε ποτέ και δεν μισήθηκε από κανέναν αντίπαλο. Κυρίως, όμως, δεν ενεπλάκη σε διοικητικά, πολιτικά και άλλα κοινά. Είναι δεδομένο πως η παρουσία ενός ανθρώπου με τέτοια λάμψη και τέτοιο ανάστημα θα μπορούσε να παίξει ρόλο όσο κανενός άλλου. Παρόλα αυτά σε ένα σύστημα και μια κοινωνία λερωμένη, γεμάτη φθορές και ικανή να σβήσει κάθε μεγαλοπρεπές background ο Γκάλης προτίμησε να μείνει μακριά. Δε λέρωσε το όνομά του, δεν το εκμεταλλεύτηκε για να κερδίσει αξιώματα και έμεινε στη μνήμη όλων ως ο απόλυτος killer.

Το σκηνικό στο ΟΑΚΑ ήταν μαγικό όταν πλάι στον Γκάλη βρέθηκε ο τεράστιος Λούκα Ντόνσιτς, ένας άξιος ακόλουθος του αν και το σκηνικό θα έμοιαζε ανεπανάληπτο αν στην άλλη πλευρά βρισκόταν και ο Γιάννης Αντετοκούμπο. Όπως και να ’χει πάντως ο Γκάλης αποδείχθηκε ξανά πως είναι πέρα από χρώματα, πόλεις και κυρίως γενιές. Η νέα γενιά θα μεταλαμπαδεύσει στην επόμενη το μεγαλείο του ανδρός και η φανέλα που θα βρίσκεται στην κορυφή του ΟΑΚΑ, του Αλεξανδρείου και οπουδήποτε αλλού μπορεί να υψωθεί θα θυμίζει σε όλους για πάντα πως κάποιος Έλληνας, Ροδίτης και ερχόμενος από τις ΗΠΑ μας έμαθε να πετάμε και να κερδίζουμε ακόμα και τους γίγαντες.