«Να ζήσει η Λίβερπουλ (κι) εμείς δεν θα πεθάνουμε ποτέ»

λίβερπουλ

Παρατηρούσε για ώρα εκείνον τον τύπο. Εκείνος δεν τον είχε καταλάβει σίγουρα· κάπνιζε χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από την τηλεόραση. Θα έβλεπε κι εκείνος το παιχνίδι, αλλά του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον ο τυπάς εκείνος. Η προσήλωσή του, το άγχος που έβγαινε σε κάθε κίνηση του χεριού του, κάθε μορφασμό. Αν υπήρχε κάτι που δεν μπορούσε να καταπολεμήσει, αυτό ήταν η έλξη του για τους ανθρώπους και τις αντιδράσεις τους, όπου κι αν βρισκόταν. Ξαφνικά, σηκώνονται όλοι τριγύρω του και μια ιαχή απλώνεται στον χώρο.

ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛ!

Ο Μανέ μόλις είχε κάνει το 1-3 στην έδρα της Μπάγερν και η Λίβερπουλ σφράγιζε την πρόκρισή της στους “8” του Τσάμπιονς Λιγκ. Πανηγύρισε κι εκείνος μηχανικά, όμως ακόμα παρατηρούσε τον τυπά, ο οποίος έσφιγγε τις γροθιές του και αγκάλιαζε την παρέα του. Ξαφνικά θυμήθηκε πως είχε ξαναδεί αυτό το πρόσωπο, αλλά δεν έβρισκε το μέρος…

Η συνέχεια τον βρήκε σε ένα μπαρ στο κέντρο της πόλης. Ένα ουίσκι, είπε, και μετά σπίτι. Είχε ήδη βαπτίσει τον τυπά ως Χ – ή μάλλον το έκανα εγώ ως γράφων, για λόγους ευκολίας – ενώ έπινε το Jameson του αργά. Είχε λόγους να χαρεί, ωστόσο μια μελαγχολία κυρίευε τα σωθικά του απόψε, σπρώχνοντάς τον στην αγαπημένη του συντροφιά, πάντα μοναχικά. Μέχρι που ένιωσε ένα χέρι να τον χτυπάει στην πλάτη. Γύρισε απότομα κι εξεπλάγην ελαφρώς.

Εκείνη η νύχτα τον στοιχειώνει καιρό τώρα. Εκείνος στον πόλη του και η Λίβερπουλ στο Κίεβο, στον τελικό. Από την προσμονή στο άγχος, και από τις ακατάλληλες λέξεις με αποδέκτες τους Κάριους και Ράμος, στην βαθιά απογοήτευση. Ήταν πάλι στο αγαπημένο του μέρος, ολομόναχος, αμίλητος. Απλά έπινε. Δεν θυμόταν πόσο, μέχρι που ένα χέρι τον ακούμπησε. Γύρισε και είδε έναν τυπά με μπλούζα Λίβερπουλ, εξίσου ζαλισμένο με εκείνον, αν έκρινε καλά.

-Κι εσύ πονάς ε;

Σκάλωσε για μία στιγμή, μέχρι που θυμήθηκε ότι κι εκείνος φορούσε μπλούζα Λίβερπουλ.

-Έλα μαζί μας, του είπε, κι εκείνος ακολούθησε παραπατώντας. «Σκατά, μάλλον ήπια αρκετά» σκέφτηκε ταυτόχρονα, όπως ακολουθούσε τον συμπάσχοντα Λιβερπούλιαν. Έφτασαν σε μια παρέα με μεθυσμένους που τραγουδούσαν – παράφωνα – συνθήματα της ομάδας.

-Να ζήσει η Λίβερπουλ, να πεθάνουμε εμείς, φώναξαν όλοι μαζί γελώντας, κι εκείνος απόρησε με το τελευταίο. Ξαφνικά, η φωνή του είπε:

-Η Μοίρα των Θεών είναι η Λήθη. Η Μοίρα των Ανθρώπων είναι ο Θάνατος. Εμείς ελπίζουμε στην Λήθη, υποθέτω.

Αν και θα ήθελε να πει «Έλα μωρέ, ο μαλάκας έχει πιεί, δεν είναι στα καλά του», ήθελε να καταλάβει από που πραγματικά πηγάζει όλο αυτό. Ωστόσο, οι σκέψεις του πνίγηκαν σύντομα στο αλκοόλ που ξεχύθηκε μέσα στον οργανισμό του.

Οπότε, είχε έρθει η ώρα να ρωτήσει, κάμποσα βραδιά μετά. Τώρα που θυμόταν. Ο Χ έπινε πιο γρήγορα από εκείνον, λες και ήθελε να κάψει κάτι μέσα του. Ήταν αμίλητος και κοιτούσε την αντανάκλασή του στον καθρέπτη απέναντι από την μπάρα. Κοίταξε κι εκείνος, και δεν είδε τίποτα άλλο, παρά ένα ανέκφραστο πρόσωπο με δύο στενάχωρα μάτια. Δεν άντεξε να μην ρωτήσει.

-Ωραία, νικήσαμε και ήσουν χαρούμενος. Τώρα τι σου συνέβη;

-Ναι, νικήσαμε. Και είμαι χαρούμενος γι’αυτό.

-Δεν φαίνεται.

-Όντως. Ούτε εσύ ρώτησες αυτό που ήθελες πραγματικά να ρωτήσεις.

Ο Χ τράβηξε άλλη μία τζούρα μπροστά από τον έκπληκτο συνομιλητή του, πριν συνεχίσει.

Η ομάδα νίκησε κι εκείνη την στιγμή ήμουν πράγματι χαρούμενος. Η ομάδα είναι ο Θεός μας ή ένας από αυτούς – δεν ξέρω αν πιστεύεις ή όχι. Όταν η ομάδα κερδάει, εμείς ανυψωνόμαστε μαζί της, φτάνουμε ψηλά, πιο ψηλά απ’ότι είναι η θέση μας. Όμως, όταν τα φώτα του γηπέδου κλείσουν και η φασαρία έχει χαθεί, οι πρωταγωνιστές πέφτουν στην Λήθη.

-Κι εσύ τι έπαθες; Προσπαθούσε να πιάσει το νόημα.

-Πίνω, όπως κι εσύ, φίλε μου. Ο Χ χαμογέλασε αχνά, πριν συνεχίσει.

Θυμάσαι τι σου είχα πει εκείνη την κακή βραδιά. Φαίνεται από το βλέμμα σου. Δείχνεις μπερδεμένος. Εμείς είμαστε Ανθρωποι και η Μοίρα μας είναι ο Θάνατος. Μα, αν υπάρχει μία περίπτωση να σωθούμε και να μείνουμε όρθιοι, αυτό θα μπορούσε να έρθει απ’όσα είπα προηγουμένως. Οι Θεοί – η Λίβερπουλ – θα νικάει και θα χάνει. Εμείς αντίστοιχα θα ανυψωνόμαστε και θα πέφτουμε ταυτόχρονα με την ομάδα. Μα αν η Μοίρα της είναι η Λήθη, εμείς θα είμαστε ακόμα εκεί, να φωνάζουμε. Όσο εγώ σου μιλάω κι εσύ με κατανοείς, ξέρω ότι θα έχω θέση κάπου· θα έχουμε θέση κάπου. Κοροϊδεύουμε την Μοίρα μας στα μούτρα, φίλε μου. Και αυτό είναι το καλύτερο μέρος σε αυτό που ζούμε.

Σήκωσε το ποτήρι του και φώναξε:

-Να ζήσει η Λίβερπουλ, να πεθάνουμε εμείς!

Η κίνησή του μοίρασε απίστευτη αμηχανία στους υπόλοιπους θαμώνες του μαγαζιού, όμως δεν τον ένοιαζε. Μέχρι που η οθόνη του κινητού του άναψε κι εμφανίστηκε ένα μήνυμα. Τότε κατέβασε το βλέμμα του, και μαζί του ολόκληρο το ουίσκι του. Είπε:

Μα, δεν θα ξεγελάμε για πάντα την Μοίρα, φίλε μου. Όμως, όσο μπορώ, όσο αντέχω, τα πάω καλά και συνεχίζω. Ώρα να πάρω το διάλειμμά μου. Να προσέχεις.

Την ίδια στιγμή, ένα χέρι τον σήκωσε από την θέση του κι εκείνος σωριάστηκε κάτω. Άκουγε θορύβους, μέχρι που συνήλθε και μια φωνή του φώναξε:

-Τι το πίνετε, άμα σας πίνει; Έλα, κλείνουμε, φύγε.

Έπειτα, είπε στον διπλανό του «Ευτυχώς που δεν μας έπαθε τίποτα, να μας μείνει εδώ». Εκείνος σηκώθηκε κι έφυγε παραπατώντας. Την ίδια στιγμή, ήξερε. Και χωρίς να ξέρει σε ποιον απαντούσε, είπε αυθόρμητα, με αυτόν τον τόνο βεβαιότητας για όσα θα ξεστόμιζε:

-Να ζήσει η Λίβερπουλ. Εμείς δεν θα πεθάνουμε ποτέ.

Συνεχισε τον δρόμο του. Ήταν η ώρα να πάει σπίτι.