O Jogo Bonito: Tο ποδόσφαιρο ως μέσο έκφρασης στην Βραζιλία

O Jogo Bonito: Tο ποδόσφαιρο ως μέσο έκφρασης στην Βραζιλία

Ποια είναι η πρώτη σκέψη που σας έρχεται στο μυαλό μόλις ακούτε για την Βραζιλία; Ο καφές; Οι παραλίες στο Ρίο; Το καρναβάλι;

Μολονότι υπάρχουν πολλοί περισσότεροι λόγοι για να την μνημονεύσει κανείς πέραν του Αμαζονίου και του αγάλματος του Χριστού του Λυτρωτή, και μολονότι ο πολιτιστικός της πλούτος είναι τεράστιος – και δεν εννοώ μόνο τον Paulo Coelho – δυστυχώς η Βραζιλία λίγο –  πολύ ειδικά στην Ευρώπη, έχει συνδεθεί με πολύ συγκεκριμένα κοινωνικά γεγονότα, τοποθεσίες και καταναλωτικές συνήθειες. Είναι στενάχωρο όταν μια χώρα η οποία έχει να προσδώσει πολλά περισσότερα, συγχέεται κατά βάση μόνο με παράγωγα μαζικής προβολής και κατανάλωσης.

Παρόλα αυτά μιας και το blog είναι αθλητικό και για να ελαφρύνουμε λίγο το κλίμα για τα όσα διαβάζουμε καθημερινά αναφορικά με το ιδιότυπο Μουντιάλ του Κατάρ, στο σημερινό κείμενο θα ασχοληθούμε με την σημασία του ποδοσφαίρου για την Πολυνίκη του θεσμού. Η Βραζιλία – μια εκ των παραδοσιακών σχολών και δυνάμεων παγκοσμίως – μας υπενθυμίζει πως ένα αθλητικό γεγονός μπορεί να γίνει η αιτία για να παραλύσει η χώρα.

Το ποδόσφαιρο είναι μέρος της πολιτισμικής κουλτούρας και της διαμόρφωσης εθνικής ταυτότητας, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε πληθυσμιακές ομάδες ανθρώπων οι οποίες ζουν και αναπνέουν για το ποδόσφαιρο. Το πως, θα το δούμε στις επόμενες γραμμές. Εκείνο όμως το οποίο πρέπει να κρατήσετε εισαγωγικά, είναι το επιχείρημα ότι οι Βραζιλιάνοι εισήγαγαν καινοτομίες και τεχνική στο ποδόσφαιρο ενώ κατάφεραν να «μεταφέρουν» ένα άθλημα  – το οποίο προοριζόταν για την ψυχαγωγία των ελίτ στις αρχές του 20ου αι. – από τα μεγάλα ανοιχτά γήπεδα στους δρόμους των παραγκουπόλεων και στις favelas.

Έτσι λοιπόν το ποδόσφαιρο έγινε προϊόν «λαϊκής κατανάλωσης» αφού ολοένα και περισσότερα άτομα τα οποία ανήκαν/ανήκουν στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα άρχισαν να συμμετέχουν σε αυτό – είτε παίζοντας, είτε παρακολουθώντας, είτε ακόμη και δουλεύοντας γύρω από αυτό. Έγινε λοιπόν σημείο ταύτισης και κοινωνικό-ιδεολογικού (αυτό)προσδιορισμού, μιας και οι περισσότεροι ποδοσφαιρικοί ήρωες προέρχονταν από το ίδιο περιβάλλον με τον απλό λαό.

Εκείνο όμως το οποίο θα πρέπει να προξενεί τεράστια εντύπωση ήταν το πως κατάφεραν να επιδράσουν τόσο πολύ σε ένα άθλημα το οποίο στην ουσία το «εισήγαγαν» σε αυτούς οι Βρετανοί. Υπάρχουν πολλά σενάρια και μύθοι για το πως ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στην Βραζιλία, με τον επικρατέστερο όλων να αναφέρει πως το άθλημα το οποίο λατρεύεται όσο τίποτε άλλο σήμερα στην Βραζιλία, το «έφερε» ο Charles Miller [1]όταν το 1894 ασχολήθηκε ενεργά με την ίδρυση μιας λίγκας (Liga Paulista) και μιας ομάδας (Sao Paulo Athletic Club).

Το ποδόσφαιρο λοιπόν ήταν όχημα για την καταπολέμηση του ρατσισμού αλλά ταυτόχρονα και μέσο ενσωμάτωσης για τους mulatto και για όσους είχαν Αφρικανική καταγωγή. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως η δουλεία στην Βραζιλία καταργήθηκε το 1888 οπότε οι μνήμες του πολιτισμικού τραύματος για τους Αφρικανούς της Βραζιλίας ήταν νωπές. Ευτυχώς σήμερα θεωρείται μια highly and openly integrated κοινωνία ίσως γιατί και τα origins των Βραζιλιάνων έλκουν την καταγωγή τους από διάφορα μέρη του πλανήτη.

Αναφορικά με το ζήτημα του ρατσισμού και των διακρίσεων αρκεί να αναφέρουμε τα παραδείγματα ορισμένων ποδοσφαιρικών club για να κατανοήσουμε καλύτερα το πως οι κοινωνικές νόρμες και τα στερεότυπα μεταφέρονταν εντός των συλλόγων αλλά και εντός του τερέν. Αρκεί να σκεφτούμε λοιπόν το ποιοι δημιούργησαν ή ακόμη και το ποιοι υποστηρίζουν ορισμένες ομάδες. Flamengo, Fluminense, Gremio, Vasco Da Gama, Botafogo, Palmeiras, Corinthians – όλες έχουν ιδρυθεί από expats είτε Ευρωπαίους μετανάστες. Παρόλα αυτά, η αντιπαλότητα και η ένταση στα derby μεταξύ των ομάδων θα λέγαμε πως περισσότερο αφορά για το ποιος είναι το αφεντικό της πόλης αγωνιστικά, παρά σε άλλους παράγοντες δεύτερης ανάγνωσης. Έντονα τοπικιστικός λοιπόν ο χαρακτήρας αυτών των αγώνων χωρίς αυτό να σημαίνει πως ορισμένοι παίκτες δεν έχουν συνδεθεί με ορισμένες πολιτικές ή κοινωνικές τοποθετήσεις.

Seleção : Το καμάρι της Βραζιλίας

Τι είναι αυτό που ενώνει τους κατοίκους μιας χώρας; Πως μπορεί το ποδόσφαιρο να συνενώσει ανθρώπους από διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα; Ως απάντηση για το πρώτο ερώτημα μπορούμε να σκεφτούμε κατά κύριο λόγο όλα εκείνα τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία τα οποία μπορεί να συγκεντρώνουν οι Βραζιλιάνοι. Ίσως το ισχυρότερο και πιο αναγνωριστικό στοιχείο δημιουργίας ταυτότητας και αισθήματος ανήκειν, να είναι το ποδόσφαιρο.

Ένα βήμα παραπέρα είναι η επιλογή των καλύτερων παικτών οι οποίοι θα εκπροσωπήσουν την Εθνική ομάδα στις εκάστοτε διοργανώσεις. Η Εθνική ποδοσφαίρου και οι επιτυχίες αυτής ήταν ανέκαθεν το αποκούμπι του λαού στην προσπάθεια του να ξεχάσει την ταραχώδη πολιτική κατάσταση εντός των συνόρων – ειδικά το 1970. Από την άλλη αυτό δεν σημαίνει πως δεν βρέθηκαν στο στόχαστρο τα μέλη της ύστερα από ανεπιτυχή αποτελέσματα.

O Jogo Bonito: Tο ποδόσφαιρο ως μέσο έκφρασης στην Βραζιλία

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω το ποδόσφαιρο έδωσε διέξοδο σε όλους εκείνους οι οποίοι συχνά-πυκνά έπεφταν θύματα ρατσισμού. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ουαιώνα μάλιστα απαγορευόταν σε όποιον δεν ήταν λευκός (ή Καυκάσιας καταγωγής θα λέγαμε σήμερα) να ασχολείται με το ποδόσφαιρό, πόσο μάλλον να παίζει στην Εθνική ομάδα. O πρώτος αθλητής ο οποίος κατάφερε να σπάσει το φυλετικό φράγμα στο Βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο ήταν ο Arthur Friedenreich, γιος ενός Γερμανού επιχειρηματία – ο οποίος δραστηριοποιούνταν αρκετά χρόνια στην Βραζιλία – και μιας Αφρό-Βραζιλιάνας οικιακής βοηθού. Τα μεικτά χαρακτηριστικά και η καταγωγή του Friedenreich του δημιούργησαν αρκετά προβλήματα στην καθημερινή ζωή, ωστόσο το οικογενειακό του περιβάλλον ήταν τόσο υποστηρικτικό όσον αφορά την ενασχόληση του με το ποδόσφαιρο, ώστε σήμερα να θεωρείται πρωτοπόρος για το άθλημα. Όχι μόνο κατάφερε να γίνει ο πρώτος Βραζιλιάνος επαγγελματίας παίκτης μεικτής καταγωγής αλλά και ο πρώτος που θα φορούσε τη φανέλα με το εθνόσημο. Μάλιστα οι μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν πως είχε τόσο πολύ ταλέντο και ήταν τόσο ιδιαίτερο το στυλ παιχνιδιού του ώστε να θεωρείται ο «πατέρας του jogo bonito».

Πιστεύω πως ορισμένοι θα επιθυμούσαν να κάνω ένα εκτενές αφιέρωμα στους παίκτες οι οποίοι έλαμψαν με την Seleção και στις «φουρνιές» εκείνες οι οποίες έγραψαν την δική τους ιστορία καταρρίπτοντας ορισμένα ρεκόρ και σκορπώντας τρόμο στις αντίπαλες ομάδες. Μολονότι το άρθρο δεν είναι αμιγώς ποδοσφαιρικό/δημοσιογραφικό εντούτοις θα καταπιαστώ με ορισμένες ομάδες και παίκτες οι οποίες/οι καταλαμβάνουν ξεχωριστή θέση ιστορικά στο ποδοσφαιρικό πάνθεον.

O Jogo Bonito: Tο ποδόσφαιρο ως μέσο έκφρασης στην Βραζιλία

Πρώτη στάση στην Εθνική του 1958 η οποία κατάφερε να σηκώσει για πρώτη φορά το βαρύτιμο τρόπαιο έχοντας στις τάξεις παίκτες όπως οι Zagallo, Garrincha[2], Zito και οι νεαροί εκείνοι την εποχή Mazzola και Pele, παίζοντας εξαιρετικά θελκτικό ποδόσφαιρο, εφαρμόζοντας κατ’ ουσίαν το jogo bonito. Μάλιστα το επίτευγμα της γενιάς του ’58 έχει και σημειολογικό χαρακτήρα μιας και πριν τη διοργάνωση ο Vicente Feola, προπονητής της Εθνικής Βραζιλίας, είχε επικριθεί έντονα για το «υλικό» το οποίο είχε επιλέξει για το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Κατάφερε να τους διαψεύσει όλους πανηγυρικά το απόγευμα της 29ης Ιουνίου, όταν η Βραζιλία συνέτριψε στον τελικό την Σουηδία με 5-2.

Επόμενος σταθμός, η ομάδα του 1970 η οποία κατέκτησε και αυτή με τη σειρά της το τρόπαιο και θεωρείται από πολλούς ως η κορυφαία η οποία έχει παρουσιαστεί ποτέ στα γήπεδα. Δεν ξέρω αν μπορεί να χαρακτηριστεί η καλύτερη ή αν ένας τέτοιος χαρακτηρισμός θα αδικούσε έτερες αξιόλογες ομάδες – άλλωστε εκπρόσωποι της γενιάς του ’58 υποστηρίζουν πως η δική τους ομάδα θα πρέπει να λογίζεται ως η κορυφαία – σίγουρα όμως ήταν η πιο πλήρης μέχρι εκείνη την εποχή. Jairzinho, Pelé, Gérson, Tostão, Rivelino ήταν μερικά από τα μεγάλα ονόματα τα οποία αποτελούσαν τον βασικό και αναντικατάστατο κορμό της ομάδας του Mario Zagallo, ο οποίος αυτή τη φορά βρισκόταν δίπλα στην ομάδα από διαφορετικό πόστο, εκείνο του προπονητή. Με αρχηγό τον Carlos Alberto αλλά και τους νεαρούς τότε Edu, Paulo César και Marco Antônio, ο Zagallo κατάφερε να παντρέψει ένα κράμα νεότητας και εμπειρίας. Κατέκτησε το Κύπελο αήττητη με 16 γκολ στο ενεργητικό της και 7 στο παθητικό. Μάλιστα ενάντια σε Τσεχοσλοβακία, Περού και Ιταλία η Βραζιλία κατάφερε να πετύχει 4 γκολ σε καθεμία από αυτές, αναδεικνύοντας κατά αυτό τον τρόπο τον επιθετικό της πλουραλισμό.

O Jogo Bonito: Tο ποδόσφαιρο ως μέσο έκφρασης στην Βραζιλία

Στην κατακλείδα της παρούσας ενότητας θα αναφερθώ στις ομάδες τριών διαφορετικών χρονικών περιόδων προσπαθώντας να καταρρίψω τον μύθο της ομάδας φόβητρου, που μπορεί να υπάρχει στην συνείδηση του μέσου ποδοσφαιρόφιλου εξυπηρετώντας ταυτόχρονα την αντίστιξη πως κάθε ομάδα, είτε εθνική είτε σύλλογος, έχει τις καλές και τις κακές της στιγμές.

Αναφέρθηκε παραπάνω ο θρίαμβος του 1958 ο οποίος «έβγαλε στους δρόμους» εκατομμύρια Βραζιλιάνους. Η κατάκτηση αυτή ήταν μια μορφή λύτρωσης για τον χαμένο τίτλο του 1950. Πιο συγκεκριμένα το Μουντιάλ του 1950 το οποίο έλαβε χώρα στη Βραζιλία ήταν η πρώτη διοργάνωση στα πλαίσια του θεσμού του Κυπέλου Jules Rimet (έτσι ονομαζόταν τότε προς τιμήν του Προέδρου της FIFA) μετά τον Β’Π.Π. Το ιδιότυπο σύστημα διεξαγωγής προέβλεπε 4 group των 4 ομάδων[3] εκ των οποίων οι πρώτες του κάθε ομίλου θα συναντιούνταν αργότερα πάλι σε ένα group. Ο νικητής του δεύτερου αυτού ομίλου θα κατακτούσε το τρόπαιο. Βραζιλία, Ισπανία, Σουηδία κι Ουρουγουάη απάρτιζαν το group των νικητών με την πρώτη και την τελευταία να «κονταροχτυπιούνται» στην τελευταία αγωνιστική για το τρόπαιο. Στην Βραζιλία[4] αρκούσε (και) η ισοπαλία για να πανηγυρίσει ενώ η Ουρουγουάη[5] χρειαζόταν πάση θυσία τη νίκη. Αν και η ομάδα της οικοδέσποινας χώρας προηγήθηκε με τον Friaça, τα γκολ των Schiaffino και Ghiggia ανέτρεψαν πλήρως την εικόνα του αγώνα χαρίζοντας το τρόπαιο στην Ουρουγουάη (η οποία υπερασπιζόταν τον τίτλο της) και βυθίζοντας ταυτόχρονα στο πένθος ένα ολόκληρο έθνος.

O Jogo Bonito: Tο ποδόσφαιρο ως μέσο έκφρασης στην Βραζιλία

Αντίστοιχη ιστορία εξιλέωσης συναντούμε αρκετά χρόνια αργότερα όταν η ομάδα του 2002[6] διόρθωσε τα κακώς κείμενα και όσους μύδρους γράφτηκαν για την αντίστοιχη ομάδα του 1998, η οποία είχε ηττηθεί στον τελικό από την Γαλλία. Άλλωστε η Seleção – που απαρτιζόταν μεταξύ άλλων με τους Ronaldo, Bebeto, Leonardo – δικαίωσε πλήρως όσους την ήθελαν φαβορί ή έστω σοβαρή διεκδικήτρια του τροπαίου, αφού ναι μεν έφτασε στον τελικό όμως πραγματικά έμοιαζε αδύνατο το να μην ηττηθεί από τους tricolore και την εξωπραγματική απόδοση του Zinedine Zidane εκείνο το βράδυ. Η Βραζιλία, πριν 20 χρόνια λοιπόν, παρουσιάστηκε όσο σοβαρή αρμόζει στην ποδοσφαιρική κληρονομιά που είχε χτίσει κερδίζοντας το τρόπαιο για ακόμη μια φορά ως αήττητη. Ο Ronaldo κέρδισε τον τίτλο του πρώτου σκόρερ της διοργάνωσης και απέδειξε σε όλους μας γιατί θεωρείται “O Fenômeno” παρά τους τραυματισμούς που τον είχαν ταλαιπωρήσει τις προηγούμενες σεζόν.

Οι κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις

O Jogo Bonito: Tο ποδόσφαιρο ως μέσο έκφρασης στην Βραζιλία

Το ποδόσφαιρο στην Βραζιλία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «βαριά βιομηχανία» ωστόσο μόνο από την πλευρά της παραγωγής παικτών, δεδομένου πως τα χρήματα που επενδύονται από τους ιδιοκτήτες των ομάδων δεν είναι ανάλογα των εσόδων που μπορούν να αποκομίσουν από τις πωλήσεις παικτών. Άρα έχουμε ένα «εργοστάσιο παραγωγής» ταλαντούχων παικτών οι οποίοι όμως εγκαταλείπουν αρκετά νωρίς την γενέτειρα τους μιας και στην Ευρώπη μπορούν να βρουν συμβόλαια με πολλαπλάσιες και πλουσιοπάροχες αποδοχές.

Μέχρι τις απαρχές της πανδημίας η Βραζιλία μετρούσε περίπου 16.000 επαγγελματίες παίκτες και 776 επαγγελματικά σωματεία αντίστοιχα. Είναι τέτοια η ποιότητα της παραγωγικής διαδικασίας των Βραζιλιάνων ποδοσφαιριστών ώστε η εθνικότητα τους και μόνο λειτουργεί ως διαβατήριο για άλλες χώρες.

Θα πρέπει να συνυπολογιστούν ταυτόχρονα οι κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες οι οποίοι οδηγούν στο χαρακτηρισμό του ποδοσφαίρου ως «υποβοηθητικό γρανάζι» για την ανάσα της οικονομίας. Για ακόμη μια φορά η μεγαλύτερη εικόνα και οι αριθμοί θα μας οδηγήσουν στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων.

Οι σημαντικότεροι κοινωνικοί παράγοντες για τους οποίους ένα παιδί στη χώρα του καφέ θα κυνηγήσει την τύχη του στο ποδόσφαιρο, είναι η φτώχεια πρώτα από όλα και ο αναλφαβητισμός σε δεύτερο επίπεδο. Πολλοί έφηβοι παρατούν το σχολείο για να βοηθήσουν την οικογένεια τους οικονομικά, κάτι το οποίο έχει ως αποτέλεσμα μερικοί εξ ’αυτών να μην ολοκληρώνουν ούτε καν το βασικό στάδιο της εκπαίδευσης. Με πενιχρά ακαδημαϊκά προσόντα λοιπόν, δεν είναι σε θέση να βρουν μια απασχόληση η οποία να τους αποφέρει έναν αξιοπρεπή μισθό. Κατά αυτό τον τρόπο οδηγούνται είτε στην παραβατικότητα είτε σε επαγγέλματα με πενιχρή αμοιβή. Η εξειδίκευση τους στο ποδόσφαιρο θα λέγαμε πως οφείλεται στις αμέτρητες εργατοώρες στην προπόνηση τις οποίες έχουν ξεκλέψει από την μελέτη.

Οι βαθμίδες κοινωνικοποίησης του ατόμου λοιπόν περνούν μέσα από το ποδόσφαιρο φανερώνοντας παράλληλα τον παιδαγωγικό του ρόλο. Άλλωστε πόσα μαθήματα ζωής δεν λαμβάνει κάποιος όταν βρίσκεται ο ίδιος μέσα στο πεδίο δράσης και τέλεσης ενός γεγονότος; Και κατ’ επέκτασιν, ποιος άλλος πέραν των παιδιών που έχουν μάθει το ginga style στους δρόμους του Ρίο και των άλλων πόλεων είναι καταλληλότερος να μας διδάξει τον απαιτούμενο αυτοσχεδιασμό, που χρειαζόμαστε σε αυτή τη ζωή;

O Jogo Bonito: Tο ποδόσφαιρο ως μέσο έκφρασης στην Βραζιλία

 

Δεν είναι όμως όλα Κοινωνιολογία και θεωρία (ας με συγχωρήσουν οι συνάδελφοι!). Ας μιλήσουμε για λίγο με απλούς αριθμούς και στοιχειώδεις κανόνες επιχειρηματικότητας – όσο και αν δεν είναι το πάθος μου αυτό, πρέπει να το αναφέρουμε! Οι πηγές των εσόδων των clubs διαφοροποιούνται ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, κάτι το οποίο είναι εντελώς φυσιολογικό μιας και ο οικονομικός χάρτης μεταβάλλεται συνεχώς. Οι «παίκτες» και οι πυλώνες αυτού αν και δεν είναι άγνωστοι μεταξύ τους, ωστόσο επηρεάζουν τον κύκλο του κέρδους.

Οι Aidar και Leoncini στο βιβλίο τους με τίτλο:Evolução do futebol e do futebol como negócio. In: A nova gestão do futebol”, κατονομάζουν μια καταναλωτική σχέση στην οποία ως πελάτες ορίζονται οι φίλαθλοι/οπαδοί της κάθε ομάδας. Στο επιχειρηματικό οικοδόμημα συγκέντρωσης εσόδων λοιπόν μπορούν να διακριθούν τρεις πηγές παραγωγής κέρδους και αυτές είναι οι εξής: α) η οπαδική/φίλαθλη βάση μέσω της αγοράς εισιτηρίων και καρτών διαρκείας, β) τα δικαιώματα προβολής από τα Μέσα και εμπορικής χρήσης του σήματος, του γηπέδου και των εγκαταστάσεων, και  γ) κάποιες νέες μορφές χορηγικής δραστηριότητας κυρίως όπως η παρακολούθηση pay-per-view αγώνων μέσω πλατφόρμας, η έκδοση βιβλίων-λευκωμάτων και η δημιουργία τηλεοπτικών καναλιών με αποκλειστικό αντικείμενο την κάλυψη των δραστηριοτήτων του club.

Ακόμη και μετά το «αμαρτωλό» Μουντιάλ του 2014[7] για το οποίο δαπανήθηκαν περί τα 12 δις δολάρια η Βραζιλία μπορεί να εξαργύρωσε μέρος αυτού του κόστους μέσω του ποδοσφαιρικού τουρισμού, παρόλα αυτά η οικονομική κατάσταση των συλλόγων δεν βελτιώθηκε. Περίπου οι μισοί σύλλογοι το 2016 βρίσκονταν σε «ένδεια» αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα και μόνο έπειτα από την είσπραξη κυβερνητικών κονδυλίων ύψους 180 εκατ. δολαρίων κατάφεραν να ορθοποδήσουν και να παρουσιάσουν έναν ορθολογικό – αν μη τι άλλο – οικονομικό σχεδιασμό για τις επόμενες σεζόν. Την ίδια περίοδο μάλιστα έλαβαν ακόμη 215 εκατ. δολάρια τα οποία αφορούσαν τα τηλεοπτικά δικαιώματα προβολής τους, τα οποία ωστόσο δαπανήθηκαν για την αγορά παικτών και όχι για την αποπληρωμή των χρεών τους προς τις τράπεζες και τους διάφορους πιστωτές.[8]

Απότοκο της κακής εικόνας των ισολογισμών των ομάδων, είναι η πώληση των καλύτερων παικτών τους (συνήθως σε clubs της Ευρώπης) για να καλύψουν τις «τρύπες» που τυχόν έχουν δημιουργηθεί είτε λόγω κακοδιαχείρισης είτε λόγω μειωμένων εσόδων. Δεν βρίσκονται λοιπόν στην θέση να προσφέρουν ένα συμβόλαιο το οποίο θα είναι τόσο ελκυστικό ώστε να μην ανοίξει η πόρτα της Ευρώπης. Όλη αυτή η διαδικασία οδηγεί στο οξύμωρο σχήμα: πλούσιοι παίκτες – φτωχοί σύλλογοι.

Τι πραγματικά σημαίνει το ποδόσφαιρο

Ο βασιλιάς των σπορ πρόσφερε, ιδίως στο παρελθόν αλλά ακόμη και σήμερα, πρώτιστα μια διέξοδο από τον κοινωνικό αποκλεισμό αλλά δευτερευόντως μια ιδιότυπη κοινωνικοποίηση, μια «γεύση» του τι εστί κοινωνική ζωή στην Βραζιλία. Βρίσκει ανταπόκριση και υποστηρικτές σε κάθε κοινωνική τάξη γιατί και αυτό με τη σειρά του, τους «δίνει» κάτι – μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια διαρκής ανταλλακτική και διαλεκτική σχέση. Για τους περισσότερους Βραζιλιάνους βέβαια είναι μια ανιδιοτελής αγάπη.

Αρκούν μερικά παραδείγματα για να κατανοήσουμε το κοινωνικό έργο το οποίο επιτελεί το ποδόσφαιρο. Μέσω της «στρογγυλής θεάς» έχουν σωθεί πολλά παιδιά από την εμφάνιση/υιοθέτηση παραβατικής συμπεριφοράς στην εφηβεία – μια περίοδος στην ζωή ενός νέου ανθρώπου αρκετά μεταβατική, γεμάτη αλλαγές, ανακαλύψεις, απορίες και αμφισβήτηση. Πολλοί νέοι διοχέτευσαν τον θυμό τους μέσα στο γήπεδο σε συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού και όχι με όρους βίας και όπλων. Ο κατευνασμός λοιπόν του θυμού είναι ένα από τα σημαντικότερα ευεργετήματα προς την διαμόρφωση μιας όσο το δυνατόν ομαλής καθημερινότητας.

Ας μην γελιόμαστε: το ποδόσφαιρο – και πολλά αθλήματα ακόμη – μπορούν να γίνουν ο καθρέφτης της κοινωνίας, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ερμηνευτικά των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων και δυνάμεων. Στο παρελθόν ειδικότερα οι συγκρούσεις αυτές μεταφέρονταν και στην ποδοσφαιρική «αρένα».

Κατά το παρελθόν το ποδόσφαιρο χρησιμοποιήθηκε από τις ελίτ – ιδίως τις επιχειρηματικές –  ως μια κατευναστική δραστηριότητα η οποία απέτρεπε τους εργάτες από το να απεργήσουν ή να εξεγερθούν. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν το ποδόσφαιρο προσέδιδε στους εργάτες μια κοινή κουλτούρα, μια κοινή συνήθεια, ένα στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να «καταχωρηθεί» στα πολιτισμικά στοιχεία ενός λαού ή έστω μιας μειοψηφίας.

O Jogo Bonito: Tο ποδόσφαιρο ως μέσο έκφρασης στην Βραζιλία

Η βιομηχανική παραγωγή μάλιστα αθλητικού εξοπλισμού η οποία ευδοκίμησε στην Βραζιλία τον προηγούμενο αιώνα έδωσε την ευκαιρία όχι μόνο στο λαό να «καταναλώσει» περισσότερο ποδόσφαιρο, γιγαντώνοντας το, τοποθετώντας του το στέμμα του βασιλιά των σπορ αλλά εξυπηρέτησε και την δημιουργία αθλητικών σωματείων από τους ίδιους τους εργάτες. Είχαν λοιπόν αρκετό χρόνο να αφιερώσουν στο άθλημα, για να το μάθουν, να το αγαπήσουν, να το εξελίξουν. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να μνημονεύσουμε το παράδειγμα της Bangu Athletic Club η οποία ιδρύθηκε το 1904 από Βρετανούς διευθύνοντες συμβούλους μιας κλωστοϋφαντουργικής εταιρείας, στην οποία όμως γίνονταν δεκτοί εργάτες αλλά και άτομα Αφρικανικής καταγωγής.

Η εργατική τάξη και η στενή της σχέση της με το ποδόσφαιρο και την πολιτική θα έρθει και πάλι στην επιφάνεια μερικές δεκαετίες αργότερα, με το περίφημο Δημοκρατικό Κίνημα της Corinthians, του οποίου κύριος εμπνευστής ήταν ο Socrates. Σύμφωνα με τη εν λόγω κίνηση, κάθε μέλος/εργαζόμενος του club θα έπρεπε να έχει μερίδιο από τα κέρδη της ομάδας αλλά και λόγο στην λήψη αποφάσεων. Από τους φυσιοθεραπευτές, τους φροντιστές του γηπέδου, τις καθαρίστριες, τους αθλητές και το προπονητικό επιτελείο, όλοι θα έπρεπε να διαμορφώνουν άποψη για τα τεκταινόμενα εντός του συλλόγου. Αυτή η ιδέα μας παραπέμπει ευθέως σε μια μορφή συμμετοχικής/άμεσης δημοκρατίας όσον αφορά την διαδικασία λήψης αποφάσεων. Η βάση ισχυροποιούνταν, υπήρχε πολυφωνία και ο καθένας θεωρούσε πως είχε λόγο σε ένα οικοδόμημα για το οποίο είχε βοηθήσει νωρίτερα να χτιστεί.[9] 

O Jogo Bonito: Tο ποδόσφαιρο ως μέσο έκφρασης στην Βραζιλία

Σκοπός της παραπάνω πρωτοβουλίας ήταν πρώτιστα να εμπνεύσει κι να βγει εκτός των στενών αθλητικών πλαισίων. Οι ποδοσφαιριστές κατανόησαν πως μπορούσαν να γίνουν συνδαιτημόνες μιας πολιτικής αλλαγής την οποία οραματίζονταν αρκετά χρόνια. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο πέρασαν από το επίπεδο των ιδεών στον χώρο της δράσης. Φορώντας τις χαρακτηριστικές πλέον κορδέλες – σήμα κατατεθέν του την εποχή την οποία αγωνιζόταν – γεμάτες από μηνύματα είτε συμπαράστασης (ειδικά για την βομβαρδισμένη Λιβύη και το καταρρακωμένο από τον σεισμό Μεξικό) είτε προτροπής για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος στην πατρίδα του, ο Socrates κατάφερε να διαμορφώσει μια σαφή πολιτική στάση.

Ήταν έκδηλο λοιπόν πως στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80, ο θρυλικός Dr. οραματιζόταν μια περισσότερο σοσιαλιστική κοινωνία και ταυτόχρονα τον περιορισμό των εξουσιών του υπάρχοντος μιλιταριστικού καθεστώτος. Ακόμη, μετά τον αποκλεισμό της Εθνικής Βραζιλίας από την Ιταλία στο Μουντιάλ της Ισπανίας το 1982, παρατηρούσε με μεγάλη λύπη  πως όλα έβαιναν εντός μια νεοφιλελεύθερης τροχιάς βάσει της οποίας σκοπός ήταν μόνο η νίκη – και κατ’ επέκτασιν το κέρδος. Μεταξύ αυτών και το ποδόσφαιρο. Είχε χαθεί δηλαδή η χαρά του παιχνιδιού και της συμμετοχής σε ένα αθλητικό γεγονός. Ο Socrates προέβλεψε αρκετά νωρίς την εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου, με το Μουντιάλ του 2014 να αποτελεί τρανό παράδειγμα των λεγομένων του. Σήμερα λοιπόν δεν μπορούμε να φανταστούμε οποιαδήποτε διεθνή/επαγγελματική αθλητική δραστηριότητα εκτός οικονομικού/προϊοντικού πλαισίου διότι ακόμη και τα σπορ «ακουμπούν» στο επιχειρείν.

Και τώρα τι; 

Ως κατακλείδα για το παρόν άρθρο θα αρκεστώ μόνο σε ένα μικρό σχόλιο το οποίο αφορά την πολιτική ζωή της χώρας και στο πως εργαλειοποιείται η φανέλα της Εθνικής ομάδας από τους οπαδούς του Bolsonaro – βρισκόμαστε άλλωστε σε μετεκλογική περίοδο στην Βραζιλία με τον Luiz Inácio Lula da Silva να επανέρχεται στην εξουσία, έχοντας κερδίσει νωρίτερα στο νήμα τον απερχόμενο Jair Bolsonaro .

Τα τελευταία χρόνια η χαρακτηριστική κίτρινη φανέλα της Εθνικής ομάδας έχει συνδεθεί με τον Bolsonaro και τους υποστηρικτές του. Σε αρκετές διαδηλώσεις αλλά και συγκεντρώσεις ο αριθμός των ατόμων ο οποίος φορά αυτή την φανέλα είναι αρκετά μεγάλος. Από την άλλη δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι μέμφονται αυτή την τακτική, όπως ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής της Εθνικής αλλά και της Corinthians, Walter Casagrande. Κατά την άποψη του η φανέλα την εποχή που αγωνιζόταν αντιπροσώπευε κάτι μαγικό, το οποίο προσέδιδε συναισθηματική πληρότητα και αυτοπεποίθηση στους παίκτες. Η επίτευξη ενός τέρματος σήμαινε ύψιστη τιμή για τον παίκτη που θα το κατάφερνε. Στην Bolsonaro εποχή όμως, θεωρεί πως αυτή έχει εργαλειοποιηθεί προς όφελος της Δεξιάς, πως την χρησιμοποιούν οι υποστηρικτές του απερχόμενου Προέδρου για να λαϊκίσουν.

Σε αυτήν ακριβώς την άποψη έρχεται να αντιταχθεί ο Cosmo Alexandre, παλαιά Βραζιλιάνικη δόξα των πολεμικών τεχνών και υποστηρικτής του Bolsonaro, ο οποίος σημειώνει πως κάθε Βραζιλιάνος έχει ένα κίτρινο t-shirt στην ντουλάπα του το οποίο δεν είναι απαραίτητα η φανέλα της Εθνικής. Στην παραπάνω άποψη προσθέτει πως όλο αυτό χρησιμοποιείται από την Αριστερά ως τάχα ηθικό πλεονέκτημα έναντι της Δεξιάς. Παρόλα αυτά παρατηρείται όντως σύνδεση του να φορά κάποιος την φανέλα με την αποδοχή της εθνικιστικής ρητορικής του Bolsonaro, σύμφωνα πάντα με μαρτυρίες των υποστηρικτών του στα τοπικά μέσα.

Στην κορυφή του παγόβουνου όμως πρέπει να τοποθετηθούν οι πολιτικές των Lula και Bolsonaro εν προκειμένω, αλλά και οποιοδήποτε πολιτικού εφαρμόζει τακτικές των άκρων. Όταν για παράδειγμα η χάραξη της τάδε ή της δείνα πολιτικής ζημιώνει τον λαό τότε εκείνος θα βγει στους δρόμους να διαμαρτυρηθεί και δεν θα κοιτάξει αν ο διπλανός του υποστηρίζει την αντίπαλη ομάδα. Θα τους ενώσει ένας μεγαλύτερος σκοπός ο οποίος θα αφορά την επιβίωση τους την επόμενη μέρα. Το ποδόσφαιρο λοιπόν μπορεί να γεφυρώσει διαφορές, να σπάσει δεσμά και στην Βραζιλία αυτό μοιάζει να είναι θέσφατο …

Εμμανουήλ Σ. Καρούσος

Κοινωνιολόγος – Κοινωνικός Ανθρωπολόγος
Μέλος του Κέντρου Αφρό – Αμερικανικής Ιστορίας BlackPast.org

Για την συγγραφή του παρόντος άρθρου αντλήθηκαν πληροφορίες κυρίως από τα παρακάτω κείμενα:

Aidar, A. C. K., Leoncini, M. P. (2002). “Evolução do futebol e do futebol como negócio”. In: A nova gestão do futebol (org.). (2. ed. rev. e ampl.). Rio de Janeiro: FGV.

BBC Newsroom, “Brazil launches investigation into World Cup corruption”, bbc.com, 14/8/2015, Ανακτήθηκε από: Brazil launches investigation into World Cup corruption – BBC News

Bennett E. “The role of football in Brazilian culture”, trafalgar.com, 17/12/2020, Ανακτήθηκε από: https://www.trafalgar.com/real-word/football-brazilian-culture/

CBS/AP, “World Cup 2014 construction in Brazil marred by corruption, waste”, cbsnews.com, Ανακτήθηκε από: World Cup 2014 construction in Brazil marred by corruption, waste – CBS News

Daflon R. & Ballvé T., “The Beautiful Game? Race and Class in Brazilian Soccer”, nacla.org, 25/9/2007, Ανακτήθηκε από: https://nacla.org/article/beautiful-game-race-and-class-brazilian-soccer

Matos C., “The colourful reality of Brazilian society – it’s more than football and samba”, theconversation.com, 4/7/2014, Ανακτήθηκε από: https://theconversation.com/the-colourful-reality-of-brazilian-society-its-more-than-football-and-samba-28161

Monteiro F. & Fernandes F., “Why Aren’t Brazilian Football Teams Dominant Players in the International Arena?”, lek.com, Ανακτήθηκε από: https://www.lek.com/sites/default/files/insights/pdf-attachments/2032-Brazilian-Football_web_0.pdf

Pinto R., “Why football and politics do sometimes mix”, bbc.com, 2/12/2012, Ανακτήθηκε από: Why football and politics do sometimes mix – BBC Sport

Rômulo Meira Reis, Jéssica Lúcia dos Remédios, Silvio de Cássio Costa Telles, Lamartine Pereira DaCosta, “The football business in Brazil: Connections between the economy, market and media”, Scientific Electronic Library Online, Απρίλιος – Ιούνιος 2014, Ανακτήθηκε από: https://www.scielo.br/j/motriz/a/mKpftwpvQFYR9Btmdx8ByBd/?lang=en

Stauffer C., “Brazil’s Andrade Gutierrez to admit World Cup bribes: Folha paper”, reuters.com, 27/11/2015, Ανακτήθηκε από: Brazil’s Andrade Gutierrez to admit World Cup bribes: Folha paper | Reuters

Timm-Garcia J., “How a yellow jersey is dividing Brazil”, edition.cnn.com, 6/8/2020, Ανακτήθηκε από: https://edition.cnn.com/2020/08/06/football/bolsonaro-brazil-foootball-yellow-shirt-cmd-spt-intl/index.html

Uehara L., Falcous M., Button C., Davids K., Araujo D., Ribeiro de Paula A., Saunders J., ”The Poor “Wealth” of Brazilian Football: How Poverty May Shape Skill and Expertise of Players”, Frontiers in Sports and Active Living/ Elite Sports and Performance Enhancement, 11/3/2021, Ανακτήθηκε από: https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/fspor.2021.635241/full

[1] Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://www.trafalgar.com/real-word/football-brazilian-culture/

[2] Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ντοκιμαντέρ για την ζωή του από το ESPN 30 for 30: The Myth of Garrincha.

[3] Εντέλει 13 ομάδες δήλωσαν συμμετοχή με τις Ινδία, Τουρκία, Σκωτία, Γαλλία, Πορτογαλία και Ιρλανδία να αρνούνται να λάβουν μέρος είτε λόγω του ογκωδέστατου κόστους του ταξιδιού είτε λόγω έλλειψης χρόνου για σοβαρή προετοιμασία.

[4] Το σύστημα απονομής πόντων εκείνη την περίοδο ήταν 2-1-0 και νωρίτερα η Βραζιλία είχε νικήσει την Σουηδία με 7-1 και την Ισπανία με 6-1.

[5] Η Ουρουγουάη πριν τον «μεγάλο τελικό» είχε αναδειχθεί ισόπαλη 2-2 με την Ισπανία, ενώ ξεπέρασε το εμπόδιο της Σουηδίας κερδίζοντας την με 3-2.

[6] Ίσως ότι πιο κοντινό σε βάθος και πληρότητας ρόστερ με την ομάδα του 1970.

[7] Όπως και στο φετινό Μουντιάλ, έτσι και το 2014 υπήρχαν καταγγελίες περί σκανδάλων διαφθοράς. Τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα συνέδεαν πολιτικούς με συγκεκριμένες κατασκευαστικές εταιρείες οι οποίες είχαν αναλάβει τα έργα ανοικοδόμησης των γηπέδων. Μάλιστα ως κύρια κατηγορία ήταν η υπερ-κοστολόγηση της κατασκευής των γηπέδων με υπέρογκα ποσά. Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε πως οι κρατικοί πόροι οι οποίοι προορίζονταν για άλλους τομείς όπως η παιδεία και η κοινωνική πρόνοια διατέθηκαν για την διεξαγωγή του Παγκοσμίου Κυπέλλου γεγονός το οποίο εξόργισε μεγάλη μερίδα κόσμου που διαδήλωσε κατά του Μουντιάλ. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στους παρακάτω συνδέσμους: https://www.cbsnews.com/news/world-cup-2014-construction-in-brazil-marred-by-corruption-waste/ , https://www.bbc.com/news/world-latin-america-33942279 , https://www.reuters.com/article/us-brazil-corruption-worldcup-idUSKBN0TG1WX20151127 .

[8] https://www.lek.com/sites/default/files/insights/pdf-attachments/2032-Brazilian-Football_web_0.pdf

[9] https://www.bbc.com/sport/football/20545435