Ο Ρικάρντο Κουαρέσμα και το αυτοκαταστροφικό ταξίδι του βασιλιά της ραμπόνα

Ο Ρικάρντο Κουαρέσμα και το αυτοκαταστροφικό ταξίδι του βασιλιά της ραμπόνα

Χαρισματικός, απρόβλεπτος, καλλιτέχνης. Ένα δεξί πόδι που έκανε θαύματα, ένα αριστερό που ο ίδιος το αντιμετώπιζε με την ίδια καχυποψία που αντιμετώπισε όλους τους προπονητές του, ή τουλάχιστον όσους πάλεψαν να τον βάλουν σε “φόρμα”. Αυτοκαταστροφικός όσο και συγκλονιστικός. “Ιδιοφυία” όσο και “απογοήτευση”. Ή πιο απλά, o Ρικάρντο Κουαρέσμα.

O “θείος” Αρτούρ και η κληρονομιά του ονόματος Κουαρέσμα

To όνομα Κουαρέσμα, δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά στο πορτογαλικό ποδόσφαιρο για χάρη του Ρικάρντο. Αρκετές δεκαετίες πριν, η ομάδα της Μπελενένσες, του συλλόγου της γειτονιάς Μπελέμ, λίγο έξω από τη Λισαβόνα, είχε να λέει με καμάρι πως αποτέλεσε το “σπίτι” του Αρτούρ Ντα Σίλβα Κουαρέσμα, ενός παίκτη που μοιραζόταν, εκτός από το επώνυμο και αρκετά παρόμοια χαρακτηριστικά με τον Ρικάρντο: Γεννημένος στη Λισαβόνα, συγκεκριμένα στο προάστιο Μπαρέιρο, νότια των εκβολών του ποταμού Τάγου, παιδί εργατικής οικογένειας, παίκτης της επιθετικής γραμμής αλλά και το σημαντικότερο, Ρομά στην καταγωγή.

Για χρόνια, υπήρχε μάλιστα και η… παρεξήγηση ότι ο Αρτούρ ήταν πρόγονος του Ρικάρντο, μέχρι που ο “Ciganito” ξεκαθάρισε την κατάσταση, γράφοντας χαρακτηριστικά ότι “αν και δεν είναι συγγενής μου όπως λέγεται, είναι κατά μία έννοια αδερφός μου, γιατί όταν έπρεπε πήρε θέση δημόσια και βρέθηκε στη σωστή πλευρά της ιστορίας, αποτελώντας παράδειγμα για αυτούς που σκέφτονται ότι πρέπει να μένουν σιωπηλοί αντί να εκφραστούν δημόσια απέναντι σε κάτι που δεν πιστεύουν.

Δεν είναι μόνο το ότι έβγαζε τα προς το ζην κάνοντας δύο δουλειές, αυτή του ποδοσφαιριστή και αυτή του ηλεκτρολόγου, αμφότερες για λογαριασμό της ομάδας του Μπελέμ. Αυτό που αναφέρει συγκεκριμένα ο Ρικάρντο και που ήταν η στάση ζωής του Αρτούρ, εκφράστηκε συμβολικά πάνω στο χορτάρι, το βράδυ της 16ης Φεβρουαρίου του 1938, σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα που τον έβαλε σε μπελάδες, αλλά που την ίδια ώρα σφράγισε την κληρονομιά του.

Ο Αρτούρ χρήστηκε διεθνης με την Εθνική ομάδα της χώρας του λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την περίοδο δηλαδή που στην Ισπανία ήταν σε πλήρη έκταση ο εμφύλιος και που αμφότερες οι χώρες της Ιβιρικής ήταν κάτω από την ηγεσία δύο δικτατόρων, των Φράνκο και Σαλαζάρ. Στο πλαίσιο της… καλής γειτνίασης, η Πορτογαλία φιλοξένησε τους Ισπανούς για ένα φιλικό ποδοσφαιρικό αγώνα, στον οποίο “υποχρέωση” των παικτών – εκτός της παροχής θεάματος στο κοινό βεβαίως βεβαίως – ήταν και ο φασιστικός χαιρετισμός προς την κερκίδα των επισήμων κατά την ανάκρουση των εθνικών ύμνων. Μόλις τρεις Πορτογάλοι, ένας εκ των οποίων ήταν ο Κουαρέσμα, έμειναν με τα χέρια χαμηλά, δίνοντας ένα μήνυμα, το οποίο σίγουρα ενόχλησε αρκετούς.

Ο Ρικάρντο Κουαρέσμα και το αυτοκαταστροφικό ταξίδι του βασιλιά της ραμπόνα

Το ποσό ενόχλησε φάνηκε στιγμές μετά το τέλος του αγώνα, καθώς αυτή του η ενέργεια οδήγησε στη σύλληψη του Αρτούρ από τη μυστική αστυνομία της χώρας και τη φυλάκισή του για τρεις εβδομάδες. Χρόνια αργότερα, ο ίδιος θα δηλώσει ότι “Δεν είμαι πολιτικός, αλλά το έκανα γιατί ήταν ξεκάθαρο ότι ο φασισμός είναι ντροπή” για να…δικαιολογήσει μία ενέργεια που πήγε κόντρα όχι σε έναν, αλλά σε δύο δικτάτορες ταυτόχρονα και μάλιστα στους μακροβιότερους της σύγχρονης ιστορίας της Ευρώπης. Ο Ρικάρντο επικαλέστηκε τον συνεπώνυμό του, όταν κλήθηκε να υπερασπιστεί την καταγωγή του, σε μία από τις αρκετές δημόσιες τοποθετήσεις του κατά της περιθωριοποίησης του Ρομά πληθυσμού της χώρας αλλά και κατά της ανόδου του ακροδεξιού κόμματος “Chega”, στην πολιτική σκηνή της Πορτογαλίας.

Το επεισοδιακό τρενάκι ζωής του “Ciganito

Ο Ρικάρντο Κουαρέσμα και το αυτοκαταστροφικό ταξίδι του βασιλιά της ραμπόνα

Ας αφήσουμε όμως τον Αρτούρ και να κάνουμε ένα άλμα στα τελευταία χρόνια της περασμένης χιλιετίας, και τα παιδικά χρόνια του Ρικάρντο Κουαρέσμα. Βγαλμένος από την κακόφημη γειτονιά Casal Ventoso, o μικρός Ρικάρντο έπρεπε εξ αρχής να κολυμπήσει στα βαθιά. Γιος πατέρα Ρομά και μητέρας από την Αγκόλα, “κουβαλούσε” από μικρός το στίγμα του τσιγγάνου (κι ας μην μεγάλωσε σε αυτό το περιβάλλον), ενος κομματιού μη αποδεκτού από σημαντικό μέρος της πορτογαλικής κοινωνίας, ενώ την ίδια ώρα, τα πρώτα του παιχνίδια στις αλάνες της γειτονιάς του γινόντουσαν με θεατές εκατοντάδες ναρκομανείς, ληστές και παραβάτες.

Ο λόγος ήταν ότι το κακόφημο αυτό προάστιο της Λισαβόνας θεωρούνταν ο “παράδεισος” των ναρκωτικών κατά τα 90s, συγκεντρώνοντας πάνω από 5.000 ναρκομανείς που έψαχναν να αγοράσουν τη δόση τους καθημερινά, και φυσικά με την επακόλουθη δράση των εμπόρων και των συμμοριών που συνόδευε τέτοια μεγάλη αγορά. Σε εκείνη τη γειτονιά ο μικρός Ρικάρντο σκληραγωγήθηκε από πολύ νωρίς, όπως παραδέχθηκε, με σκοπό να επιβιώσει και να μην “προδόσει” την αγάπη της μητέρας του, ξεστρατίζοντας.

Δεν θα με συγχωρούσα ποτέ αν η μητέρα μου πάθαινε κάτι επειδή εγώ θα έπαιρνα τον στραβό δρόμο. Το σκεφτόμουν πάντα και γι’αυτό δεν άγγιξα ποτέ τις καταχρήσεις. Έπρεπε προφανώς να είμαστε σκληροί, να δείχνουμε πάντα σκληροί και γι’αυτό είμαι ευγνώμων που μεγάλωσα σε αυτή τη γειτονιά” θα πει ο ίδιος χαρακτηριστικά.

Μέχρι που ήρθε το κάλεσμα της Σπόρτινγκ. Η εγγραφή του στις ακαδημίες των Λιονταρίων σε ηλικία 11 ετών του άλλαξε τη ζωή και την επόμενη οκταετία, χρόνο με το χρόνο, το άστρο του “Ciganito” (του μικρού τσιγγάνου δηλαδή) θα έλαμπε όλο και πιο πολύ.

Η μαγική του παρουσία στην κατάκτηση του Euro Κ-16 με την Πορτογαλία τον οδήγησε στην πρώτη ομάδα των Λιονταριών και η “πίστη” του Λάζλο Μπόλονι τον έβαλε στα ραντάρ όλης της Ευρώπης. Δίπλα του, ίσως λιγότερο ταλαντούχος αλλά εξίσου εκθαμβωτικός με αυτόν, εμφανιζόταν ως ο… Διόσκουρός του ένα ψιλόλιγνο αγόρι με φακίδες, που άκουγε στο όνομα Κριστιάνο Ρονάλντο. Μαζί θα βαφτίζονταν ως οι δύο διάδοχοι του Λουίς Φίγκο, του Πορτογάλου που μεσουρανούσε στα γήπεδα της Ευρώπης εκείνα τα χρόνια και μαζί θα έπαιρναν, το καλοκαίρι του 2003, μεταγραφές εκατομμυρίων για δύο μεγάλους συλλόγους: Την αρχή έκανε ο Κουαρέσμα, που για έξι εκατομμύρια πήγαινε στη γειτονική Ισπανία και τη Μπαρτσελόνα, και λίγο καιρό αργότερα θα ακολουθούσε ο Ρονάλντο, για το Μάντσεστερ και τη Γιουνάιτεντ, ως προσωπική επιλογή του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον.

Όμως εκεί θα σταμάταγε και η παράλληλη πορεία των δύο νεαρών. Την ώρα που το άστρο του εργατικού Κριστιάνο έλαμπε, ο Κουαρέσμα έμπαινε στον “πάγο” στους Μπλαουγκράνα, εξαιτίας της κόντρας του με τον Φράνκ Ράικαρντ, ο οποίος “αδυνατούσε να τον καταλάβει”. Ένα σοκαριστικό τελεσίγραφο “ή εγώ ή αυτός” του Πορτογάλου, έμελλε να αποτελέσει το έναυσμα για ένα ασύγκριτο rollercoaster καριέρας σε επίπεδο συλλόγων.

Η πώλησή του στην Πόρτο μόλις ένα χρόνο μετά την αγορά του, ως αντάλλαγμα για τον Ντέκο, θα τον βρει να ανασταίνεται χάρη στην ελευθερία που του έδινε ο Ζεσουάλδο Φερέιρα, όμως η “δεύτερη ευκαιρία” του στο υψηλότερο επίπεδο με την Ίντερ του Ζοζέ Μουρίνιο τον επέστρεψε πάλι στο σημείο μηδέν. Ως τρεμπλούχος Ευρώπης ο Cigano θα άφηνε την Ιταλία και θα πήγαινε στη Μπεσίκτας, για να πάρει ξανά τα πάνω του αγωνιστικά, να λατρευτεί για το φαντεζί του παιχνίδι και την αποτελεσματικότητά του, αλλα και για να μπλέξει ξανά σε περιπέτειες. Τσακωμός με τον κόουτς Κάρλος Καρβαλιάλ, νέο τελεσίγραφο που οδήγησε στην απομάκρυνση του προπονητή του και έξτρα μπελάδες.

Ο “αέρας” που του έδωσε η υποχώρηση της Μπεσίκτας στην υπόθεση Καρβαλιάλ έβγαλε στο προσκήνιο ξανά το… αλητάκι της Casal Ventoso, που έμπλεκε σε καυγάδες εντός κι εκτός γηπέδου. Πολύ γρήγορα εξελίχθηκε ξανά στο μαύρο πρόβατο και εν τέλει, αφού αρνήθηκε μείωση μισθού για να μεινει, οδηγήθηκε στην έξοδο από τον σύλλογο της Κωνσταντινούπολης και στο ναδίρ της καριέρας του, με το Ντουμπάι να τον καλεί και να τον αφήνει στις παρυφές του… ποδοσφαιρικού νεκροταφείου.

“Depois da noite escura vem o amanhecer” λέει ένας στίχος του “Não Papo Grupos”, του τραγουδιού του Πορτογάλου David Carreira στου οποίου το βίντεο κλιπ πρωταγωνίστησε το καλοκαίρι του 2016 ο Κουαρέσμα. “Μετά την πιο σκοτεινή νύχτα έρχεται η αυγή” δηλαδή, και έτσι αποδείχτηκε το δεύτερο μισό της καριέρας του Πορτογάλου.

Η Πόρτο αποτέλεσε την τελευταία ευκαιρία για μία ακόμη ενα “reset” μιας καριέρας έτοιμης να εξαφανιστεί, και τελικά στα 30 του, το 2014, ένας άλλος Κουαρέσμα εμφανίστηκε στα γήπεδα της Πορτογαλίας. Ώριμος όσο και ενθουσιώδης, ουσιαστικός όσο και φαντεζί, από το πουθενά ο Ρικάρντο έδειχνε ξανά όλα όσα ο κόσμος είχε προς στιγμήν ξεχάσει, θεωρώντας ότι η καριέρα του είχε οριστικά τελειώσει μετά την επεισοδιακή φυγή του από την Τουρκία.

Τα δύο του αγαπημένα “σπίτια” κατά τη διάρκεια της πρώτης τρικυμιώδης φάσης της καριέρας του, η Πόρτο και η Μπεσίκτας, εξελίχθηκαν στα λιμάνια που τον κράτησαν μακριά από τις φουρτούνες και εν τέλει τον ανέστησαν αγωνιστικά. Η επιστροφή του στη Μπεσίκτας το 2015 και η κατάκτηση της Τουρκικής Σούπερ Λιγκ, ήταν και αυτή που “κλείδωσε” την επιστροφή του σε ένα μεγάλο τουρνουά εθνικών ομάδων, έπειτα από τη μηδενική συμμετοχή του στο Euro 2012 και την απουσία του από το Παγκόσμιο του 2014.

Τα γήπεδα της Γαλλίας και το τουρνουά του Euro 2016 ήταν εν τέλει το σημείο που το δικό του τρενάκι θα έφτανε στο υψηλότερο σημείο του, πριν πάρει έναν ήρεμο και “ομαλό” δρόμο προς το τέρμα. Έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη του Φερνάντο Σάντος, βρέθηκε ξανά δίπλα στον φίλο του, Κριστιάνο Ρονάλντο, ο οποίος εντωμεταξύ, οσο o ίδιος έψαχνε τον προορισμό του, ειχε καταφέρνει να φτάσει μέχρι την κορυφή του κόσμου.

Το καλοκαίρι του 2016 ήταν σίγουρα αξέχαστο για τον ίδιο, αλλά και για όλους τους Πορτογάλους. Η κατάκτηση του Euro δεν ήταν απλά μία ομαδική επιτυχία, αλλά είδε τον Κουαρέσμα να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Συμμετοχές σε ολόκληρο το τουρνουά, ένα γκολ-χρυσάφι στη φάση των 16 απέναντι στη Κροατία που έδωσε την πρόκριση στο 117′ της παράτασης, το νικητήριο πέναλτι στη φάση των 8 απέναντι στην Πολωνία. Στον τελικό, κλήθηκε να πάρει τη θέση του φίλου του, ο οποίος μόλις στο 25′ έφευγε τραυματίας, γεμάτος δάκρυα. Ήταν εκεί, στο χορτάρι, όταν ο Έντερ νικούσε τον Γιορίς και έδινε στην Πορτογαλία το τρόπαιο της Πρωταθλήτριας Ευρώπης.

Στα 33 του πλέον, η καριέρα του είχε μπει σε μία σειρά. Πρώτο βιολί στη Μπεσίκτας, συμμετοχές σε ακόμα δύο τουρνουά με την Πορτογαλία, εκπληρώνοντας και το απωθημένο της συμμετοχής σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, σκοράροντας μάλιστα και ένα γκολ-ποίημα με την χαρακτηριστική του τριβέλα, απέναντι στο Ιράν.

https://twitter.com/MundialMag/status/1408389628130902019

Η καριέρα του Ρικάρντο Κουαρέσμα χαρακτηρίστηκε από τα “αν” από τα “μπορεί” και το αίσθημα του ανεκπλήρωτου. H καριέρα του σίγουρα θα απογοήτευε όσους τον είδαν για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Όμως ακόμα κι έτσι, δεν ήταν σε καμία περίπτωση αδιάφορη.

Ο “Ciganito” κέρδισε κάμποσους τίτλους ως βασικό μέρος των ομάδων του, όμως το σημαντικότερο ήταν ο τρόπος με τον οποίο κυκλοφορούσε στο γήπεδο σα να του ανήκει. Ήταν αυτό το αλαζονικό (οριακά Canton-esque) στυλ ενός καλλιτέχνη που ξέρει ότι όταν θέλει, μπορεί να ζωγραφίσει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο, να παίξει το καλύτερο σόλο, ακόμα κι αν πάνω στη στιγμή του οίστρου, το εκρηκτικό ταμπεραμέντο του τον οδηγήσει στο να πετάξει τα όργανά του στον αέρα γιατί τον ενόχλησε κάτι, αποχωρώντας από τη σκηνή.

Όταν ακούς το όνομα Κουαρέσμα, σκέφτεσαι όμορφο ποδόσφαιρο. Σκέφτεσαι μία ραμπόνα που σαστίζει τον αντίπαλο, μία τριβέλα στην τελειότερή της μορφή. Η φαρέτρα του περιέχει όπλα μαεστρικά καμωμένα, που διέθεταν και διαθέτουν μόνο οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες στην ιστορία του ποδοσφαίρου. O ίδιος το ήξερε αυτό καλύτερα από όλους, και ακόμα κι αν κάποιες φορές έχανε τα όρια μεταξύ μαεστρίας και υπερβολής, μεταξύ ιδιοφυίας και τρέλας, δεν πτοήθηκε ποτέ:

“Όταν βρίσκω τον εαυτό μου σε μία συνθήκη με δύο ή τρεις καταστάσεις, πάντα θα διαλέγω την ντρίμπλα ή το κόλπο σε σχέση με μία απλή μπαλιά ή μία πάσα προς τα πίσω.

Η ζωή είναι τα ρίσκα της και το πως τα αντιμετωπίζεις. Το ποδόσφαιρο δεν έχει καμία διαφορά με αυτό. Και ακόμα κι αν δεν μου βγει το ρίσκο όταν δοκιμάσω κάτι απρόβλεπτο, η αντίδραση του κοινού αρκεί για να μου δώσει την ελπίδα ότι την επόμενη φορά θα τα καταφέρω.”